Σάββατο, Απριλίου 30, 2011

Πριγκιπικός γάμος


Είδαμε κάποιου πρίγκιπα το γάμο,
στη μακρινή τη χώρα, την Αγγλία,
με ζωντανές συνδέσεις στο διαδίκτυο.
Δεν χτίζουν τα παλάτια τους στην άμμο,
οι πρίγκιπες αυτοί κι η βασιλεία,
δεν είν’ ενύπνιο απλό, το μεσονύκτιο.

Είδαμε τις τουαλέτες, τα καπέλα,
τα βέλα, τις κορνέτες, τα λοφία,
καθώς και τον μονάρχη μας, τον τέως.
Κι ήταν θαρρείς ο κόσμος, σαν σαρδέλα
μπροστά στων Ανακτόρων τα γραφεία,
της φιέστας ο τροχός ο τελευταίος.

Είδαμε τους λαμπρούς θνητούς εκείνους,
που μια φορά πεθαίνουν, μόνο μία,
δίχως της κάθε μέρας τους θανάτους.
Είναι γλυκείς, δεν έχουν όψη κτήνους,
τηρούν του πρωτοκόλλου τα σημεία,
όταν τους ρίχνουν κομφετί μπροστά τους.

Verse Monkey logo

Δυστυχώς


Αντιστάσεις για αντιθέσεις, διπλωμένες
σε συρτάρια με ανέσεις, κουρασμένες
περιμένουν μια γιορτή με πανηγύρι
μες τους δρόμους ν’ αφεθούν μέσα στην γύρη.

Αδιόρατα θελήματα τις δένουν
τον ιστό της άγιας φύσης τους μαραίνουν
ξεπεράστηκαν στο κύλισμα της μέρας
κι ό,τι έσπειραν το μίλησ’ ο αγέρας.

Στα συρτάρια τα πολύτιμα πετράδια
τις αξίες τους σαν γρίπης παξιμάδια
μες το τσάι τους τα άρρωστά τους χέρια
να βουτούν και να λιμνάζουν σε παρτέρια.

Γεώργιος Ευθυμιάδης

Poetry-Literature

Made in China


Στο παρεκκλήσι το μικρό,
στ’ Άη-Γιώργη την εικόνα,
έχει αναβλύσει σαν νερό,
μπογιά στο μάτι το ’να.

Και σπεύδουν για να προσκυνούν
προσκυνητές αθρόοι,
νηστεύουν όλοι και πεινούν
κι η θλίψη, τους ετρώει.

Ένας παπάς μ’ ύφος μπλαζέ,
κουνάει το θυμιατήρι
και κάποιος διάκος αγκαζέ,
κοιτάει το παραθύρι.

«Πλακώνει δεύτερη φουρνιά,
παπούλη μου»… «Μακάρι,
φέγγρισε συ για την καπνιά
κι άδειασε το παγκάρι».

Κι ενώ η δουλειά καλά κρατεί
κι οι μπίζνες πάνε φίνα,
πίσω στ’ Άη-Γιώργη το χαρτί,
λέει: «Φτιάχτηκε στην Κίνα».

Στίβεν Αντωνόπουλος

Poetry-Literature

Ο θεός φοβάται


Είν’ ο θεός πολύ ψηλά
άδικα μην κοιτάτε
έχει κρυφτεί στα σύννεφα
γιατί ο θεός φοβάται.

Ήρθ’ ο θεός στη γειτονιά
τα όνειρά μας κλέβει
βγαίνει στους δρόμους παγανιά
γιατί ο θεός ζηλεύει.

Αυτόν με τη γραβάτα του
θεό θαρρώ τον λένε
μην κλάψετε γελάτε του
μπρός στο θεό δεν κλαίνε.

Είμαστ’ εικόνες του κι αυτός
μας παίρνει και μας πάει
στο πυρ μας σέρνει βιαστικός
γιατί ο θεός πεινάει.

Είμαστε το κοπάδι του
κι εκείνος θα φροντίσει
στου κόσμου το λιβάδι του
στα δυο να μας χωρίσει.

Έρχονται λύκοι από παντού
κριάρι δε βελάζει
γιατί είν’ οι λύκοι του θεού
το αίμα τούς αγιάζει.

Τα δόντια σφίξτε δυνατά
σταθείτε μη βογκάτε
μην κάνει τάχα πως ξυπνά
γιατί ο θεός κοιμάται.

Μου τόπε κάποιος βασιλιάς
μονάχος πως δεν άρχει
πως είναι σκλάβος της σκοπιάς
γιατί ο θεός υπάρχει.

.................................

Είναι και κάτι ψίθυροι
που μου ’παν ξημερώνει
πως κάπου κάπου μια γροθιά
τον παίρνει τον σηκώνει.

Ζάχος Κανταδόρος

Poetry-Literature

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2011

Οι El-Q ξανά στον Real FM!


Αυτά τα σεμνά παιδιά με το μεγάλο ταλέντο, θα βρίσκονται κι απόψε στην εκπομπή του αγαπημένου φίλου του ιστολογίου μας, κ. Μάνου Τσιλιμίδη, «Άγρυπνος στον Ρίαλ». Τα ραδιοφωνάκια λοιπόν όλων μας, τα μεσάνυχτα συντονισμένα στα 97,8 κύματα των FM.

Verse Monkey! Με τον ήχο του νου

Πέμπτη, Απριλίου 28, 2011

Δικάζω στόχους διαρκώς


Δικάζω στόχους διαρκώς,
μα παραδίδομαι
γιοφύρια κτίζω συνεχώς
κι απομακρύνομαι.

Σε φίλτρο θέωσης ξερνώ
μα κόντρα πάλλομαι
ξεφεύγω βγαίνω θεωρώ
μ' αυθυποβάλλομαι.

Γεώργιος Ευθυμιάδης

Poetry-Literature

Άγρυπνος στον Real - Δελτίο Τύπου


Εύχομαι να ήταν οι γιορτές του Πάσχα γεμάτες νόημα για σας.

Καλό υπόλοιπο της χρονιάς.

Το βράδυ της Πέμπτης 28 Απριλίου θα έρθουν στην εκπομπή ο Αντώνης Βαρδής και ο Γιάννης Βαρδής, να τραγουδήσουν στο στούντιο του Real fm 97.8 στην εκπομπή μας.

Μάνος Τσιλιμίδης – ΑΓΡΥΠΝΟΣ ΣΤΟΝ REAL

Poetry-Literature

Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011

Προσκλητήριο


Τις νύχτες κάνω προσκλητήριο
και συγκεντρώνονται μπροστά μου,
«παρών!», αντιλαλεί το κτήριο
κι όλοι έχουν, όλοι, τ’ όνομά μου.

Ναι, τ’ όνομά μου και το επώνυμο,
μακρύς κατάλογος για μένα,
μα δε θαρρώ πως θα ’ταν φρόνιμο,
να μην τους προσκαλώ έναν-ένα.

«Παρών!», «παρών!», ώσπου τα μάτια μου
βαραίνει ο ύπνος και κοιμάμαι,
κλείνω με τάξη τα κιτάπια μου,
μη λείψει κάποιος τους, φοβάμαι.

Κι αν κάποιος λείψει λόγω θάνατου,
ποιος θα ’ναι, πώς θα τόνε λένε,
ποιος θα το πει στη μαύρη μάνα του
και ποιοι γι’ αυτόνανε θα κλαίνε;

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Δείτε ποιήματα του ιδίου στην ιστοσελίδα Stixoi.info
Επισκεφθείτε το ιστολόγιο ποιημάτων του ιδίου

Poetry-Literature

Της προσφυγιάς το νερό


Η σκληρή μοίρα της προσφυγιάς και τ’ αλμυρό δάκρυ των γερόντων,
τα κεραμίδια των σπιτιών, των εκκλησιών τα καμπαναριά,
του στρατεύματος η υποχώρηση κι η αναφορά των απόντων,
εκείνη, που τον πατέρα σου κρέμασαν, η λυγαριά.

Τ’ άλικο αίμα σαν πηγή και των ελαιώνων η γαλήνη,
θυμήσου της προσφυγιάς το νερό, που σε πότισε σαν σφουγγάρι,
τώρα πια απόμαχος της ζωής ψυχορραγείς στην νεκρική σου κλίνη
κι ονειροφέρνεις τότε που το γιο σου σφάξανε στο κελάρι.

Κι όλο παραληρείς και μιλάς για της γυναικός σου την εμορφάδα
και για τη σφαίρα που σου χάλασε το αριστερό σου μάτι,
τότε που βίαζαν τη θυγατέρα σου, τη μέρα την αποφράδα
και που ικέτεψες σαν σε βασάνιζαν, να ’ρθούν χίλιοι θανάτοι.

Στο γηροκομείο ξεφωνίζεις, τις νυχτιές σε ξανακαίνε οι φλόγες,
με το ένα μάτι σου βλέπεις ξανά, σπαθί, κρεμάλα, λεηλασία,
νερό, λιμάνι, θάνατο κι αυτοσχέδιες πιρόγες,
Μεγάλες Δυνάμεις που επέτρεψαν να γίνει η αιματηρή θυσία.

Η λήθη των γηρατειών κι η αρρώστια δε σου ’φεραν τη λησμονιά,
χορεύουν σαν σκιές μέσα σου, λόφοι, πεδιάδες και χαμένες πατρίδες,
πριν συμβεί το κακό, εκείνοι κι εσείς ζούσατε στην ίδια γειτονιά,
στο ίδιο χώμα πιστεύατε, στις ίδιες του κόσμου ηλιαχτίδες.

Μονάχος στο κατάλευκο γηροκομείο που σαν σάβανο σε ματώνει,
μονολογείς ποια είν’ η πατρίδα σου, πως το χώμα εκεί σε προσμένει,
τώρα που σβήνεις και φεύγουν μαζί της μνήμης σου οι πόνοι,
κι εμείς, γινόμαστε πιο πολύ ανιστόρητοι, φτωχότεροι και ξένοι.

Αργύρης Ντεγκούδης

Poetry-Literature

Τρίτη, Απριλίου 26, 2011

Αμνοί


Το σύμπαν είδε λέξεις μόνο
εκεί που αγγίξαμε τον πόνο,
που σπείραμε όνειρα με κρίνους
μέσα σε φόβους και κινδύνους.

Εκείνος, στη σκιά του μένους
για τους τυφλούς κυνηγημένους
που πέθαναν τόσους θανάτους -
για ορατούς και αοράτους -

με το παράσημο του «πρέπει»…

Θεός… μα κάνει πως δε βλέπει…

Χριστίνα (Μαβιά Ηχώ)

Poetry-Literature

Μάκια


Γλυκέ μου Ιούδα σ’ εκτιμώ
στο λέω απ’ την ψυχή μου
κι αν βλάσφημη θεωρηθώ
σηκώνει το πετσί μου.

Αν μη τι άλλο καθαρός
κύριος για την ακρίβεια
δεν ήταν δα και κολλητός
κάλλιο τριάντα αργύρια.

Ούτ’ είχες την πολιτική
για να μιλάς γι αγάπες
κοίταξες εύκολο παρά
και μ’ ελαφρές τις πλάτες.

Είχε ακριβαίνει το σανό
στα ύψη πήγε ο κράσος
για σένα ήταν ο Χριστός
μέσ’ το μανίκι ο άσσος.

Αν πεις και την συνέχεια ...
κακώς που το μετάνιωσες
δεν έπρεπε να κρεμαστείς
γιατί την πιάτσα χάλασες.

Αν ήταν να κρεμιόντουσαν
«οι έχοντες συνειδήσεις»
καθημερνά θ’ ακούγαμε
για Ιούδες στις ειδήσεις.

Βλέπεις λοιπόν το είδος σου
βγαίνει μεταλλαγμένο
προδίνει για το κέφι του
τύψεων απαλλαγμένο.

Αφού για να σου πω κι εγώ
πριν τρεις φορές λαλήσω
ψάχνω εντός μου για να βρω
ποιον αύριο θα φιλήσω…

Πελαγία Σ. Κουκίδου

Poetry-Literature

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2011

Έτσι

κι αλλιώς


Για να μιλήσω σ’ ένα βράχο
πρέπει να βρω της γης τα λόγια
γινήκαν τα βουνά ρολόγια
και τη νυχτιά στα χείλη θα ’χω.

Εψές ακόμα πέφταν τ’ άστρα
και μ’ αγκαλιάζαν χίλιες λέξεις
κι εσύ που πρέπει να διαλέξεις
μ’ άνοιγες τις αυγές τα κάστρα.

Για να μιλήσω στους βοριάδες
πρέπει ν’ αντέξω μες στ’ αγιάζι
κι αν κάτι ακόμα με τρομάζει
είναι που χάνονται οι νιφάδες.

Όπως σφαλώ το παραθύρι
βλέπω να σειούνται τα κλωνάρια
ήταν τα μάτια σου καθάρια
αύριο σχολά το πανηγύρι.

Για να μιλήσω σ’ ένα κύμα
πέλαγο πρέπει ν’ αγκαλιάσω
ζήταγα πάντα να σου μοιάσω
κι όλο μου χάριζες το νήμα.

Σε βρήκα στων πουλιών τις νότες
πόσα τραγούδια σου θυμάμαι
μου πες νεράκι πως κυλάμε
στις όχθες ξέχνα τους προδότες.

Για να μιλήσω στους αγγέλους
πρέπει να ξέρω πως μ’ ακούνε
μα την καρδιά μου κι αν κρατούνε
τους τίτλους διάβασα του τέλους.

Για να σου πω τις δυο λεξούλες
πρέπει να θέλουν να πετάξουν
μα τα φτερά σου κι αν μου τάξουν
μιλούν για θάνατο οι αυγούλες.

Ζάχος Κανταδόρος

Poetry-Literature

Κυριακή, Απριλίου 24, 2011

Ο κ. Μαξ Κάιζερ αποκαλύπτει: Οικονομικοί τρομοκράτες έβαλαν στο στόχαστρο την Ελλάδα


Το βίντεο είναι παλιότερο αλλά με σημερινή, και ίσως διαχρονική, αξία. Δείτε το και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα. Εμείς θα επανέλθουμε... Δεν ξεχάσαμε την πολιτική στροφή μας και όπως σάς το υποσχεθήκαμε, έχουμε να πούμε πολλά... Κι αν τα δικά σας σχόλια - τα ανώνυμα - τελικά δεν τα δημοσιεύσαμε, αυτό το κάναμε για να ωθήσουμε όσους επιθυμείτε να σχολιάσετε, να το κάνετε επώνυμα. Είστε καλοδεχούμενοι και χωρίς λογοκρισία με χαρά θα προβάλουμε τις απόψεις σας, όποιες κι αν είναι αυτές. Αλλά με το θάρρος της γνώμης σας και με το αληθινό σας όνομα.

Poetry-Literature

Γενέθλια


(Στο βίντεο η ομιλία του κ. Αλέξανδρου Δαμουλιάνου – με «δανεική φωνή» του κ. Βασίλη Ζηλάκου – σε εκδήλωση του TEDx Αθηνών. Προσοχή: Δυναμώστε λίγο τον ήχο στο pc σας, λόγω ηχογράφησης σε χαμηλότερα db).

Ενα κοχύλι μου μήνυσε
Την εξομολόγηση της θάλασσας
Με το εσπερινό κύμα, πλάι στη διπλή τάφρο της άμμου.
Οι πεζόδρομοι στένεψαν,
Πλημμύρισαν με ρυάκια από μυγδαλιές, ολάνθιστα
ψόφιες.
Τα αστέρια περιγελούν
Σατυρικά την άλωση της γης,
Δίχως να μαρτυρούν τη δική τους ανομία, αποποιούνται
την κηδεμονία του ουρανού μα όχι την ερωτοφιλία του.
Η σελήνη δουλεύει μηχανικώς στο μηχανοστάσιο της
νύχτας, έχασε το πάνθεο του έρωτος σ’ ένα χαρτοπαίγνιο
με το δρόσο, όπου είχε το μονοπώλιο.
Ενα κοχύλι μου μήνυσε την εξομολόγηση της θάλασσας
με το τελευταίο κύμα.
Κι εγώ, στην κάμαρη την οκνή και τη φιλήδονη να
δικάζω τον διχασμό μου για τα σώματα που έχασα
και που μ’ έχασαν.

Αλέξανδρος Δαμουλιάνος

Από τη Συλλογή του ιδίου, «Θεός στον Ορίζοντα»

Ρεπορτάζ για τον κ. Αλέξανδρο Δαμουλιάνο στην εφημερίδα «Καθημερινή», της 19.7.2008.

Ρεπορτάζ για τον κ. Αλέξανδρο Δαμουλιάνο στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Τα Νέα Online», της 20.3.2010.

Poetry-Literature

Ο Αλιβάνιστος

Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη




    Αφού εβάδισαν επί τινά ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κ’ η Φωλιώ της Πέρδικας, κ’ η Αφέντρα της Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι’ αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κ’ η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.
    Το δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας, και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζύ των, διά να τα γεμίσουν. Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι’ άρχισαν να ομιλούν.
    – Πώς αλγεί ‘παπάς; είπεν η Θεια Μολώτα.
    Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά <και> τα άρθρα και άλλα μόρια.
    – Νύχτωσε, θα ‘πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.
    – Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.
    Ευρίσκοντο κ’ αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, εις εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, διά να κάμη Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί, και τινά άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθη, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ’ όμως ενύκτωνεν ήδη, και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανή ακόμη.
    – Είνε αργοστόλιστος, θα ‘πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα.
    – Ναι, είδες πώς αργεί να ‘ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματηρίζενας. Και καμμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
    Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον. Αι τρεις γυναίκες είχον έλθη από τον Αϊ-Γιάννην, απέχοντα ως τετάρτου της ώρας δρόμον, διά να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον, είχε χαλάσει, και σχεδόν είχε χαθή το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν, αργοπορούσαν.
    Τέλος, αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν διά να φορτωθούν τ’ αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.
    Αλλά την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ’ από τα δένδρα.
    – Σ’ έσκιαξα, θεια Μολώτα! είπεν η φωνή.
    Είτα καγχασμός ήχησε, κ’ ευθύς επαρουσιάσθη εις νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.
    – Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ ‘σαι, αρέ Σταμάτη;
    Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κ’ αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κ’ έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
    – Να, απ’ τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος… φορτωμένος πράμματα, θάμματα… κυττάξετε!
    Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.
    – Ά! φωτιά που σ’ ε!… έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.
    Το πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθη προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
    – Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!
    Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.
    – Να με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης πούμαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου τώρριξα στην ποδιά σου, σ’ ετρόμαξα.
    – Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα μεταλάβου!
    – Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
    – Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.
    – Τότε, ας το παρ’ η Σταματρίζενα, είπεν ο Σταμάτης.
    – Να καβουρώσης και κάβουρας να γένης! απήντησεν η Αφέντρα.
    – Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;
    – Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν τής Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα τής Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα τής Αφέντρας.
    Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.
    – Ζουρλάθηκες, βλέπω: δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.
    Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν ελαφρά την κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.
    – Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!
    – Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα.
    Και πάραυτα εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την μεγάλην στάμναν, την οποία άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή. Εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται.
    – Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π’ ανέβαινα… πριν σας ενταμώσω στη βρύσι.
    – Ποιον ηύρες, είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
    – Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
    – Αλήθεια; για ‘πές μας.
    Άμα ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον, κ’ ετάχθη εξ’ αριστερών του Σταμάτη, διά ν’ ακούη καλλίτερα, επειδή ήτο κωφή από το εν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού, όχι μακράν τής ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθη εις την πόλιν, κ’ εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.
    – Άμα με είδεν, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ’ αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες… Να, πώς του έκαμα!
    Και αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του, έκαμε πως λιβανίζει μ’ αυτό την θειά Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.
    – Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα.


    Εις τον Αϊ-Γιάννην, άμα ενύκτωσε, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγυιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με την φαμίλια του, κι’ ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κ’ εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κ’ εκύτταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέσην τ’ ουρανού, διά να είνε μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση, εις εν δυτικόν σημείον, διά να φέξη. Κ’ επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, διά να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθη.
    – Καθώς τ’ ομολογάει η φλάσκα… έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
    – Να τώξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.
    – Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα ‘ρθη με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κυττάξτε!
    Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.
    Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γείνη άφαντος, χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν, διά να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.
    Άμα επέστρεψεν, ένευσεν εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζύ του από το περίβολον.
    – Τι τρέχει;
    – Ελάτε• κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!…
    Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να ανέρχωνται βαθειά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.
    – Τί να είνε;
    – Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.
    – Τί θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;
    – Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ’ τα χωράφια, κ’ ύστερα έπεσε μέσα στ’ ορμάνι, κ’ εχάθηκε.


    Οι δυο βοσκοί κι’ ο Σταμάτης, κι’ ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν του βουνού, και απήντησαν διά φωνών εις τας ηχούς τας οποίας ήκουον.
    – Ελάτε!… Εδώ είμαστε!… έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.
    – Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.
    – Θα έχουν πέση μέσα ‘σε κακοτοπιά, στον ήσκιο του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
    – Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.
    Κ’ έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του Αϊ-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ’ ολίγον φέρων φανάρι αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη, και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ’ ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι, και τέλος, εφάνη ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν’ αντικρύση το φως του φαναριού.
    – Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:
    – Ο Αλιβάνιστος!
    – Μεγάλο θάμμα! είπεν ο Μπαρέκος.
    * *
    – Πώς έκαμες, βλοημένε κ’ έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
    – Μη ρωτάτε… θέλησα να πάω απ’ τον άλλο δρόμο,… απ’ τα ‘Ρόγγια… είπεν ασθμαίνων ο παπάς• ήθελα να ιδώ το χωράφι•… είπε να το σπείρη, κείνος ο Ντανάκιας και τ’ άφησε άσπαρτο… κ’ εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσους μήνες τώρα… Ας είνε καλά ο άνθρωπος… Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω, κ’ ενύχτωσα… Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον), και μ’ εβοήθησε να βρω το δρόμο! …Ας έχη την ευχή!
    Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν’ απομακρύνεται.
    Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.
    – Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ’ αφήνουμε… τελείωσε! Φέτος θα κάμωμε Ανάστασι μαζύ!…
    Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλοια, άρχισε να κάμνη με το φανάρι το οποίον εκράτει, κινήματα ως να ελιβάνιζε, προς το βάθος εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
    Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος, κ’ ήθελε να φύγη.
    – Άφσε με, να ζήσης! Δεν μπορώ!… τι Ανάστασι να κάμω ‘γω… τι με θέλετ’ εμένα… Εσείς κάμετε Ανάστασι. Με γεια σας, με χαρά σας!… Πάω στο καλύβι μου, ‘γω!
    Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον•
    – Νάχης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα! … Να πάρης ευλογία! … Να μοσχοβολήσ’ η ψυχή σου! Έλα ν’ απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικής τον εαυτόν σου! Μην κάνης του εχτρού το θέλημα! … Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε, έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίση!
    Ο μπάρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ’ εντρέποντο. Επαραξενεύετο πολύ. Θα επεθύμει να τον απήγον διά της βίας.
    Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα τής ψυχής του, έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες, έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν’ ακολουθήση, και τείνοντα ν’ αποσκιρτήση.


    Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα, καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη βιαίως προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την είδε, και ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε•
    – Τι έχεις, θεια Μολώτα;
    Η γραία τής ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω, αφού η συνοδία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών, κ’ εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλωνιά της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα.
    Η Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον περιέργειαν.
    – Τί έπαθες, θειά Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.
    – Σώπα, σ’ λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.
    Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν να πάγη ακόμα διά πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα.
    Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζύ με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κ’ αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, εισήλθον εις τον ναόν, κ’ εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.
    Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο παραγυιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων, διά τα οποία ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη μήπως «το στρίψη», και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζύ του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει ‘πηρεσία».
    Τότε η Μολώτα έμεινεν απ’ έξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, διά να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα τής Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι’ αυτή το «Χριστός ανέστη».
    Όταν το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον τής Μολώτας.
    – Γιατί δεν έρχεσαι μέσ’ στην εκκλησιά; της είπε. Λεχώνα είσαι;
    – Σύλε, πιδί μ’, ακούσης καλό λόγο• της είπεν η Μολώτα. Άφσ’ εμένα.
    – Μα τί έχεις;
    – Τίποτα.
    – Επέμεινε.
    – Θα μου πης τί έχεις;
    Η γραία ανένευσε, και απεμακρύνθη απ’ αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν’ απέλθη. Μετ’ ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού, κ’ ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού.
    – Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
    – Γιατί; τί τρέχει;
    – Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάστασι;
    – Ναι.
    – Πώς να πάω ‘γω ν’ ανησπαστώ;
    – Πώς θα πας; Με τα ποδάρια σ’, είπεν η Αφέντρα.
    – Είδες κείνον άθλωπο;
    – Ποιόν;
    – Κόλια;
    – Τον Αλιβάνιστο; Ε, τί;
    Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:
    – Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ’ ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστή φωνή μου, μ’ ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ’ ε… (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κ’ εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην) μ’ εφίλησε…
    Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:
    – Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καϋμό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ’ εκκλησιά… Εγώ έχω το κλίμα.
    Η Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.
    – Ε, καλά, είπε• να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάστασι. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά, και θα σ’ αφήση να μεταλάβης.


    Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν τής Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν.
    Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζύ με τας αλλάς γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
    Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε:
    – Χριστός ανέστη, μπάρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήτον που σ’ ηύρα χτες.
    Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:
    – Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Poetry-Literature

Παρασκευή, Απριλίου 22, 2011

Θεατράνθρωπος


- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;

- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια…

- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου…

- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα ’χασα! Πού να το φανταστώ εγώ το νιάνιαρο, ότι θα ’παιζα μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να ’σαι, να ’σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου…

Από το: http://www.slang.gr/lemma/show/theatranthropos_17540.

Poetry-Literature

Μεγάλη Παρασκευή (ποίημα 2)


Μεγάλη Παρασκευή και πάλι.
Ο καιρός δεν είναι φέτος μουντός
δεν είναι μελαγχολικός.
Η θάλασσα είναι υπέροχη
στη ζεστασιά του ήλιου.
Οι φαντάροι μας στη σκοπιά.
Η απουσία τους μεγάλη.
Κι εσύ δήλωσες:
Θα έρθω
αλλά δεν θα πάω εκκλησία…

Είναι κι ο Επιτάφιος πια,
μια συνήθεια
που δεν μας αγγίζει…

Νικόλας

Poetry-Literature

Μεγάλη Παρασκευή (ποίημα 1)


Σ’ ερημικό ξωκλήσι
σταλάζει πόνο η βρύση
κι οι ανθοί σιγοθρηνούν για τ’ Άγια Πάθη.
Κλαίν’ οι μυρτιές, τα σκίνα,
στενάζουν τ’ άγρια κρίνα
κι ανατριχιάζει τ’ άμοιρο τ’ αγκάθι.

Ντίνα Χατζηνικολάου

Poetry-Literature

Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011

QUO VADIS? (Απόσπασμα)


Του μαύρου θώρακος φρουροί να μας φυλάγουν,
από το λόγο που ελάλει ο Ναζωραίος.
Έμπροσθεν οι άντρες των πυλών όξω κοιτάγουν,
της ατιμώσεως το σταυρό τον κεφαλαίο.

Στέκει δημόσια του Διός η κεφαλή,
όμοια του Καίσαρος και η όψις σκεπτομένου,
«Τι μαρτυρούνε τούτοι οι ανόητοι πιστοί;
Σε ξύλα πρόχερα, κρεμιούνται, Εσταυρωμένου».

«Ιδού το αίμα να το πιεις, τον άρτο να τον φάγεις
Συ που στον άνεμο ρωτάς, Κύριε πού υπάγεις;

Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Αγοράστε τα βιβλία του κ. Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου, "Καφές με θέα στην Κόλαση" και "Σφαγή στ' ακρογιάλι της ηδονής", μέσω διαδικτύου με έκπτωση!

Poetry-Literature

Ήρωας


Οι ήρωες δεν μένουν ζωντανοί πάρεξ ολίγοι
κι οι ολίγοι πάλιν λοιδορούνται παντοιοτρόπως,
ούτω καγώ λιτώς διαβιών, με το κυνήγι,
τιμάς και δόξας απωθώ – πτωχός ο τόπος.

Ανατραφείς ουν ευπρεπώς εις γην οικείαν,
οικογενείας τε χρηστής και διδασκάλων,
ελθών εις ρήξιν με του κόσμου την βλακείαν,
εξενιτεύθην ίνα βρω έναν κόσμον άλλον.

Και πολεμήσας, και ματώσας, και νικήσας,
ουχί περί των εμαυτών, μα περί πάτρης,
επανακάμψας αύθις οίκαδε, μαζί σας,
ουδείς υμών κατέστη των ανδρειών μου λάτρης.

Ενδεικτικώς, και εν κατακλείδι, θ’ αναφέρω,
τας ανοικείους επιθέσεις ας υπέστην,
εκ μοιρακίων αποκαλούντων εμέ, «γέρο»
κι άλλα δεινά τινά, ων ο αριθμός ουκ έστιν.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Δείτε ποιήματα του ιδίου στην ιστοσελίδα Stixoi.info
Επισκεφθείτε το ιστολόγιο ποιημάτων του ιδίου

Poetry-Literature

Τετάρτη, Απριλίου 20, 2011

Το μόνον της ζωής του ταξείδιον - Γεωργίου Βιζυηνού

Θεατρική διασκευή: Δήμος Αβδελιώδης


«– Πολλά ταξείδια θα έκαμες εις την ζωή σου παππού!

– Εγώ; Εγώ ταξείδια; Η γιαγιά σου, η Χατζίδενα! Μια φορά – τότε δεν ήτον ακόμη Χατζίδενα – Ψυχή μου, της λέγω, ετάχθηκα να πάγω στην Σαρακηνού, στο πανηγύρι.

– Να πας βέβαια να πας, λέγ’ αυτή. Ε; Τι σε θέλω δωπέρα; Τι σε θέλω! να κάθεσαι να με φυλάγης; «Ο τέτοιος και τέτοιος και τέτοιος» – Πολύ καλά.

Σου κάμνω, ψυχή μου, όλαις ταις ετοιμασίαις. Ξυρίζουμαι, στολίζουμαι, σελώνω τ’ άλογο, βάλλω το σταυρό μου να καβαλικέψω – Να σου την, και παρουσιάζεται.

– Μωρέ, που να πάθης, που να δείξης, πού θα πας; Ε; πού θα πας;

– Στην Παναγία, ψυχή μου, στην Σαρακηνού.

– Μωρέ, θ’ αφήσεις την αγελάδα να πας στην Παναγία; Μωρέ, τέτοιε, και τέτοιε και τέτοιε, το πανηγύρι το συλλογέσαι, και την αγελάδα, την γκαστρωμένη την αγελάδα, δεν την συλλογέσαι; Που είναι στην εβδομάδα της δεν την συλλογέσαι;

Τώρα θέλω να της συντύχω, μα που δεν σ’ αφήνει νάρθης στην αράδα; Σαν είδα που δεν τα βγάζω στο κεφάλι:

– Καλά, ψυχή μου, της λέγω. Εγώ – «Εφασκέστισα». Επείστηκα.

– Αμ’ ο κόσμος; ο κόσμος τι θα πη! Που έκαμες ετοιμασίας κ’ αγόρασες τα κεριά και το λάδι και το θυμίαμα! Και τ’ άλογο; τ’ άλογο τι θα πη που το καλίβωσες και το σέλωσες; Τ’ άλογο θέλει δρόμο!

Δεν καταλαβαίνεις; Ο καυγάς ήταν για το πάπλωμα! Την εσήκωσα, ψυχή μου, την εκάθισα πάνω στ’ άλογο και την έστειλα στο πανηγύρι με τον αδελφό της.

– Κ’ εσύ, παππού;

– Εγώ, ψυχή μου, εφύλαγα μέσ’ στον σταύλο να γεννήσ’ η αγελάδα. Και άφησε συ που δεν εγέννησε το γδάρμα, μόνο μου εσήκωσε «τ’ ογούρι», από τα ταξείδια, και όσαις φοραίς εκίνησ’ από τότε για ταξείδι, εβρέθηκεν εμπόδιο μέσ’ στον δρόμο μου!».

Το ιστολόγιό μας, Verse Monkey!, βρέθηκε χθες στην δεύτερη παράσταση-παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο «Ιανός» του βασισμένου πάνω στην νουβέλα του Γεωργίου Βιζυηνού θεατρικού έργου του Δήμου Αβδελιώδη: «Το μόνον της ζωής μου ταξείδιον».

Πρόκειται για συγκλονιστικό μονόπρακτο – ερμήνευσε ο Γιώργος Νικόπουλος συνοδευόμενος από ένα πανέμορφο βιολοντσέλο: Όλγα Σμιρνόβα και ένα υποβλητικό πιάνο: Αλέξανδρος Αβδελιώδης (γιος του σκηνοθέτη) – όπου η κίνηση, δηλαδή η παντομίμα, υποκαθιστά όλα τα οπτικά μέσα.

Αρμονικές κινήσεις χορευτικές (ω, η μίμηση του ράπτη που ράβει!), ζωντανό ηχόχρωμα (απερίγραπτη ένταση, δύναμη, υποκριτική), φωτισμοί αισθητικής τελειότητας (αν και σε χώρο μη θεατρικό) κι ο σεμνός σύντομος πρόλογος του σκηνοθέτη, Δήμου Αβδελιώδη, ο οποίος προέτρεψε μάλιστα το κοινό «να μη χειροκροτήσει»…

Το κοινό τον υπάκουσε μετά δυσκολίας μέχρι το τέλος παραμένοντας …σιωπηλό. Όταν όμως, η νοερή αυλαία έπεσε κι η μαγεία σβήστηκε πικρά, πικρότατα, στον απόηχο εκείνο της φοβερής παράστασης σείστηκε ο τόπος από τα δίκαια χειροκροτήματα!...

Poetry-Literature

Πλέκω στεφάνι


Πλέκω στεφάνι,
λένε, «δεν κάνει»,
στεφάνι πλέκω σταυροβελονιά,
μ’ άνθη του κήπου
κι ενός εντύπου
τις συμβουλές «για κάθε νιο και νια».

Ρόδα καλάθια,
μίσχοι μ’ αγκάθια
και μαργαρίτες κίτρινες, λευκές,
να το φορέσω,
πολύ ν’ αρέσω
σ’ όλες τις γλώσσες γύρω, τις κακές.

Κάποιοι κοιτάνε,
σιγά μιλάνε,
μπαίνω στο μάτι καθενός αστού,
τέτοιο στολίδι
– νερό και ξύδι! –
δεν το προσφέραν ούτε του Χριστού.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Δείτε ποιήματα του ιδίου στην ιστοσελίδα Stixoi.info
Επισκεφθείτε το ιστολόγιο ποιημάτων του ιδίου

Poetry-Literature

Τρίτη, Απριλίου 19, 2011

Δημοτικό μοιρολόι


Ο φίλος μας, ποιητής κ. Ζάχος Κανταδόρος μάς στέλνει το παρακάτω Δημοτικό:

Μοιρολόι

Ποιος έχει πέτρινη καρδιά, θέλω να μη ραΐση,
να ειπώ τραγούδι χλιβερό και παραπονεμένο,
μηδ’ από χήραις τ’ άκουσα, μηδ’ από παντρεμέναις,
του Χάρου η μάννα τo ’λεγε, τo ’σουρνε μοιρολόγι.

«Πόχουν παιδιά, ας τα κρύψουνε, κι’ αδέρφια, ας τα φυλάξουν,
γυναίκες των καλών αντρώ, να κρύψουνε τους άντρες,
γιατί έχω γιο κυνηγητή, γιατί έχω γιο κουρσάρο.
Ούλο τοις νύχταις περπατεί και τοις αυγαίς κουρσεύει,
κι’ οπόβρη τρεις παίρνει τους δυο, κι’ οπόβρη δυο τον ένα,
κι’ οπόβρη κ’ ένα μοναχό, κείνον τον ξεκληρίζει».

Μα να τον και κατέβαινε ’ς τους κάμπους καβελλάρης.
Μαύρος ήταν, μαύρα φορεί, μαύρο και τ’ άλογό του,
σέρνει στελέττα δίκοπα, σπαθιά ξεγυμνωμένα,
στελέττα τα ’χει για καρδιαίς, σπαθιά για τα κεφάλια.

Poetry-Literature

Ο ταύρος


Και εισόρμησε ακαταμάχητος
…ο ταύρος
στον ανθόκηπο της Πασιφάης.
Με την θύελλα
στα μεγάλα μαύρα μάτια του.
Έσπασε τους φράχτες
…για ένα τριαντάφυλλο.
Κι όταν η μυρουδιά γλύκανε
τα ρουθούνια του,
ήρεμος, γήινος και δίχως όνειρο
μ’ ένα παλούκι καρφωμένο
στα πλευρά του
επέστρεψε στους λειμώνες
μουγκανίζοντας
…την αναπόφευκτη σαϊτιά
στον σβέρκο του.

17 Απριλίου 2011

Γιάννης Ποταμιάνος

Poetry-Literature

Πέτρες


Η μια την βρήκε στην καρδιά
η δεύτερη στα μάτια
η τρίτη στο χαμόγελο,
της το ’κανε κομμάτια.

Μ’ αν έσκυβες απάνω της
αυτή γελούσε ακόμα
κι έβαφε με το γέλιο της
το «σ’ αγαπώ» στο στόμα.

Μετά την εμαζέψανε
για να την παραχώσουν
και γύρισαν στα σπίτια τους
καλοί νοικοκυραίοι,

αλλά η ψυχή της φώναζε
κι από το χώμα μέσα…

Πελαγία Σ. Κουκίδου

Poetry-Literature

Μεγάλη Τρίτη


Την Μεγάλη Τρίτη θυμόμαστε και ζούμε τρεις παραβολές:

1. Των Δέκα Παρθένων (Ματθ. 25, 1-13) που μας διδάσκει να είμαστε έτοιμοι και γεμάτοι από πίστη και φιλανθρωπία.

Λέει ο Χριστός στην παραβολή: «Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού θα είναι όμοιος με ό,τι έγινε με δέκα κοπέλες, που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν να προϋπαντήσουν το γαμπρό. Πέντε απ' αυτές ήταν συνετές και πέντε άμυαλες. Οι άμυαλες πήραν τα λυχνάρια τους, μα δεν πήραν μαζί τους και λάδι. Απεναντίας, οι συνετές πήραν μαζί με τα λυχνάρια τους και λάδι στα δοχεία τους. Επειδή όμως ο γαμπρός αργοπορούσε, όλες νύσταξαν και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή:

"Ο γαμπρός έρχεται βγείτε να τον προϋπαντήσετε!"…

Όλες οι κοπέλες σηκώθηκαν και τακτοποίησαν τα λυχνάρια τους. Οι άμυαλες είπαν τότε στις συνετές: "Δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν". Οι συνετές όμως τους απάντησαν: "Όχι, γιατί δε θα φτάσει και για μας και για σας καλύτερα, πηγαίνετε στους πωλητές ν' αγοράσετε για τον εαυτό σας". Αλλά ενώ πήγαιναν ν' αγοράσουν λάδι, ήρθε ο γαμπρός οι έτοιμες μπήκαν μαζί του στη γιορτή του γάμου κι η πόρτα έκλεισε. Ύστερα από λίγο φτάνουν και οι υπόλοιπες κοπέλες και λένε: "Κύριε, κύριε, άνοιξε μας". Αυτός όμως τους αποκρίθηκε: "Αλήθεια σας λέω, δε σας ξέρω".

2. Των Ταλάντων (Ματθ. 25, 14-30) που μας διδάσκει να είμαστε εργατικοί και πρέπει να καλλιεργούμε και να αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα.

Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτός που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ' αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!

3. Την Μέλλουσα Κρίση (Ματθ. 25, 31-46).

Η παραβολή της «μέλλουσας κρίσης» θέλει να προσγειώσει όσους από μας πήραν λάθος δρόμο (σύμφωνα με τον Χριστιανισμό φυσικά). Ο δρόμος για τον ουρανό περνά υποχρεωτικά από τη γη. Δεν μπορεί κανείς να συναντήσει το Θεό αν δεν πλησιάσει τον άνθρωπο. Θα πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο Θεός είναι πολύ πιο κοντά μας απ’ ό,τι νομίζουμε. Κι αν θέλουμε να τον βρούμε, πρέπει να στραφούμε προς το συνάνθρωπό μας. Μόνον έτσι θα ακούσουμε εκείνη την ημέρα: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν».

Από την παραβολή των Δέκα Παρθένων είναι εμπνευσμένο το τροπάριο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός» και ο ακόλουθος ύμνος:

Τον νυμφώνα σου βλέπω,
Σωτήρ μου, κεκοσμημένον
και ένδυμα ουκ έχω,
ίνα εισέλθω εν αυτώ.
Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής,
φωτοδότα, και σώσον με.

(Ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας διαχρονικά).

Poetry-Literature

Δευτέρα, Απριλίου 18, 2011

Διαγωνισμός Ποίησης του Ωδείου Φουντούλη στον Βόλο

6ος ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΒΟΛΟΥ

Το Ωδείο Φουντούλη διοργανώνει τον 6ο Διαγωνισμό Ποίησης Βόλου, στον οποίο μπορούν να λάβουν μέρος ενδιαφερόμενοι κάθε εθνικότητας, ενήλικες, μαθητές, ακόμη και παιδιά.

Ο Διαγωνισμός καλύπτει όλες τις κατηγορίες ποίησης και στιχουργικής και δίνει την ευκαιρία στους δημιουργούς να προβάλλουν τη δουλειά τους και να διακριθούν.

Τα προηγούμενα χρόνια στον ίδιο διαγωνισμό βραβεύθηκαν αξιόλογοι ποιητές και στιχουργοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό όπως οι (κατά αλφαβητική σειρά):

Μέλλω Αγορίτση (Βόλος), Χλόη Αμαράντου (Αθήνα), Εύα Αρβανίτη (Αίγιο), Άρτεμις Βαζιργιαντζίκη (Αθήνα), Αμαλία Βαΐτση (Βόλος), Μαρία Βιτσεντζάκη (Αθήνα), Αντώνης Βλαζάκης (Χανιά), Μάρω Βλαχάκη (Σκόπελος), Θεοδόσης Βολκώφ (Αθήνα), Αριστέα Βούγεση (Αθήνα), Αθανάσιος Γανίδης (Ξάνθη), Χρήστος Γιουσμαδόπουλος (Αθήνα), Αναστασία Γκίτση (Αστυπάλαια), Απόστολος Γρημάνης (Μυτιλήνη), Γεωργία - Μυρσίνη Γρυμάνη Τραχανιά (Ηράκλειο Κρήτης), Άγγελος Δελιακίδης (Θεσσαλονίκη), Γιώτα Δημητροπούλου (Βόλος), Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου (Θάσος), Αντώνης Ευθυμίου (Αθήνα), Μαρία Ζαβιανέλη (Χανιά), Μάριος Ζαμπίκος (Αθήνα), Γιώργος Ζαχαρόπουλος (Βόλος), Χρήστος Ζάχος (Κέρκυρα),Κωνσταντίνος Θωμαΐδης (Θεσσαλονίκη), Άννα Καγιαμπάκη (Ηράκλειο Κρήτης), Στέφανος Κακαβούλης (Αθήνα), Ασπασία Καλομέρα (Βόλος), Ουρανία Κανιούρα (Καρδίτσα), Σπύρος Κανιούρας (Αθήνα), Δημήτρης Καπετανάκης (Βέροια), Συνιορίτσα Καραγιαννάκη (Σκόπελος), Ρούλα Καραμήτρου (Θεσσαλονίκη), Δήμητρα Καραφύλλη (Αθήνα), Νικ. Καρίμπας (Αθήνα), Ιωάννα Κατσιούρα (Βόλος), Μυρτώ Κοκκινίδου (Αθήνα), Ευτυχία Κωτίδου (Θεσσαλονίκη), Αθηνά Λαγού (Αλεξανδρούπολη), Ζαράρης Λάσκαρης (Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας), Ιωάννης Μαλαμούσης (Βόλος), Αφροδίτη Μαλιχούδη (Αθήνα), Ελευθερία Μαυρίδου (Θεσσαλονίκη), Χάρης Μελιτάς (Αθήνα), Νίκος Μικρόπουλος (Αθήνα), Εύα Μπεριάτου (Ιταλία), Ελένη Μωυσιάδου (Ηράκλειο Κρήτης), Γιώργος Νικολόπουλος (Αθήνα), Ιωάννης Ξηρομερίτης (Αθήνα), Ευάγγελος Παναγιώτου (Βόλος), Νίκη Παπαδήμου (Βόλος), Χρυσοβαλάντου Παπαδοπούλου (Βόλος), Ιφιγένεια Παπαϊωάννου (Θεσσαλονίκη), Νίκος Παπακωνσταντίνου (Αθήνα), Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (Αθήνα), Χρήστος Πεντεδήμος (Καλαμπάκα), Θεοδώρα Πέττα (Ξηροπήγαδο Ναυπάκτου), Κων. Ποζουκίδης (Κοζάνη), Νικ. Πολύζος (Ροδόπολη Αττικής), Κωνσταντίνος Ράπτης (Βόλος), Δημοσθένης Σαρηγιάννης (Θεσσαλονίκη), Θεόδωρος Σαντάς (Θεσσαλονίκη), Βενετία Σιώντα (Καστοριά), Παντελής Σκαφιδάς (Βόλος), Νόνη Σταματέλου (Ιωάννινα), Αργύρης Σταυρόπουλος (Σπάρτη), Καίτη Σταφυλίδου (Θεσσαλονίκη), Βασιλκή Στερέκα (Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας), Μαγδαληνή Τόϊτου (Αμύνταιο), Γεωργία Τρούλη (Θεσσαλονίκη), Δέσποινα Τσαούσογλου (Αθήνα), Χρήστος Φλουρής (Σπάρτη), Γεωργία Χιόνη (Αθήνα), Στέλιος Χριστοδουλάκης (Ασπρόπυργος), και πολλοί άλλοι.

Μέχρι σήμερα, μελοποιήθηκαν βραβευμένα ποιήματα των ποιητών:

Μάρω Βλαχάκη, Ανδρομάχη Διαμαντοπούλου,
Αναστασία Γκίτση, Νικ. Καρίμπας, Κυριάκος Κυτούδης,
Χάρης Μελιτάς, Ουρανία Κανιούρα, Μιχάλης Μπάστας,
Δέσποινα Τσαούσογλου, Ελένη Μωυσιάδου, Κων. Ποζουκίδης, κ.ά.

Πληροφορίες στο τηλέφωνο 24210 39930, καθημερινά 6:30 - 8:30 μμ.

e-mail: info@foudoulis.gr


web page: www.foudoulis.gr/poetry

Υποστήριξη: International Art Society


Poetry-Literature