Κυριακή, Οκτωβρίου 31, 2010

Ανθολογία της Οικονομίας


Ποιὸς εἶδε κράτος λιγοστὸ
σ᾿ ὅλη τὴ γῆ μοναδικό,
ἑκατὸ νὰ ἐξοδεύῃ
καὶ πενήντα νὰ μαζεύῃ;
Νὰ τρέφῃ ὅλους τοὺς ἀργούς,
νἄχῃ ἑπτὰ Πρωθυπουργούς,
ταμεῖο δίχως χρήματα
καὶ δόξης τόσα μνήματα;

Νἄχῃ κλητῆρες γιὰ φρουρὰ
καὶ νὰ σὲ κλέβουν φανερά,
κι ἐνῷ αὐτοὶ σὲ κλέβουνε
τὸν κλέφτη νὰ γυρεύουνε;

* * *

Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.

* * *

Ὅλα σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ μασκαρευτῆκαν
ὀνείρατα, ἐλπίδες καὶ σκοποί,
οἱ μοῦρες μας μουτσοῦνες ἐγινῆκαν
δὲν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

* * *

Ὁ Ἕλληνας δυὸ δίκαια ἀσκεῖ πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε καὶ οὐρεῖν εἰς ὅποιο θέλει μέρος.

* * *

Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.

* * *

Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!

* * *

Καὶ τῶν σοφῶν οἱ λόγοι θαρρῶ πὼς εἶναι ψώρα,
πιστὸς εἰς ὅ,τι λέγει κανένας δὲν ἐφάνη...
αὐτὸς ὁ πλάνος κόσμος καὶ πάντοτε καὶ τώρα,
δὲν κάνει ὅ,τι λέγει, δὲν λέγει ὅ,τι κάνει.

* * *

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαῖο,
ὕφος τοῦ γόη, ψευτομοιραῖο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθὶ ἀντίληψη, μυαλὸ ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι ὅλα τὰ ξέρει.
Κι ἀπὸ προσπάππου κι ἀπὸ παπποῦ
συγχρόνως μποῦφος καὶ ἀλεποῦ.

* * *

Καὶ ψωμοτύρι καὶ γιὰ καφὲ
τὸ «δὲ βαρυέσαι» κι «ὢχ ἀδερφέ».
Ὡσὰν πολίτης, σκυφτὸς ραγιᾶς
σὰν πιάσει πόστο: δερβεναγᾶς.
Θέλει ἀκόμα -κι αὐτὸ εἶναι ὡραῖο-
νὰ παριστάνει τὸν εὐρωπαῖο.
Στὰ δυὸ φορώντας τὰ πόδια πού ῾χει
στό ῾να λουστρίνι, στ᾿ ἄλλο τσαρούχι.

* * *

Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Γεώργιος Σουρής

Blogger Templates
Λογοτεχνικό Ιστολόγιο

Παρασκευή, Οκτωβρίου 29, 2010

Ο θάνατος και το σκοτάδι


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Η ζωή απεχθάνεται και τα δύο. Μήτε με το θάνατο συμβιβάζεται, μα μήτε και με το σκοτάδι. Ο θάνατος είναι ο εχθρός της ζωής, γι’ αυτό και τον αντιμετωπίζει με την ανεξέλεγκτη δημιουργία και με την πληθώρα των γεννήσεων. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η ζωή είναι άναρχη. Λάθος, κατά την γνώμη μου, διότι άρχισε σ’ αυτόν τον πλανήτη πολύ μετά τη δήθεν δημιουργία του πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια π.Χ., κι εφόσον έχει αρχή, ασφαλώς θα πρέπει να ’χει και τέλος. Κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα θα εκλείψει, κι ο πλανήτης γη θα μείνει ορφανός. Θα μοιάσει με τους υπόλοιπους στείρους γειτονικούς του. Ίσως από συγκρούσεις με κομήτες, από το σβήσιμο του ηλίου ή ακόμα και από αυτοκαταστροφή με πυρηνική ενέργεια και ατομικά όπλα, η ζωή όπως γεννήθηκε θα τελειώσει.

Το σκοτάδι είναι εχθρός της ζωής, διότι στο απόλυτο σκοτάδι η ζωή δεν προοδεύει, δεν ευδοκιμεί. Όλα τα είδη της ζωής συμπεριλαμβανομένων και των φυτών, τρέμουν το σκοτάδι, αφού είναι γνωστό ότι προδικάζει τον θάνατό τους. Το ηλιακό φως είναι ο ζωοδότης, γι’ αυτό και λατρεύεται απ’ όλα τα ζωντανά όντα. Τα δέντρα κάνουν ό,τι μπορούν για να βγουν απ’ τις σκιές, ώστε να ιδούν έστω και λίγο ήλιο. Δίπλα στο σπίτι μου υπάρχει ένα πελώριο βελονόφυλλο δέντρο, το οποίο με το ηλιοβασίλεμα κατακλύζεται από εκατοντάδες πουλιά, που, όλα μαζί, μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους, κελαηδούν χαρούμενα, ώσπου και η τελευταία φωτεινή ηλιαχτίδα κατακλιθεί πίσω απ’ τον μακρινό ορίζοντα της δύσης. Αποχαιρετούν τον ζωοδότη εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη τους και τον ευχαριστούν προκαταβολικά αναμένοντας εναγωνίως την επάνοδό του. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η ημέρα είναι λαμπερή και ποτέ όταν είναι συννεφιασμένη και μουντή.

Οι πρωτόγονοι τρόμαζαν με το σκοτάδι, ανέβαιναν στα δέντρα το λυκαυγές και με τις ώρες περίμεναν να φανεί ο ήλιος. Οι σκέψεις των λογικών όντων, από φόβο οργιάζουν στο σκοτάδι. Ξεφεύγουν από κάθε λογική και αχαλίνωτες πλέον γεννούν απελπισιά και τρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλογα όντα. Ενώ κοιμούνται ατάραχα, για μια στιγμή τα βλέπεις να ταράζονται, να πετάγονται όρθια και να τρέμουν από φόβο σαν κάτι να τους συνέβη, σαν κάτι να τα τρόμαξε. Όχι βέβαια κάτι το υπαρκτό, το φυσικό, αλλά κάτι αλλόκοτο, το μεταφυσικό, που φαίνεται ν’ απείλησε καθ’ όναρ την ζωή τους.

Η ζωή φοβάται τον θάνατο, τον τρέμει και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον αποφύγει. Όποιος νομίζει ότι δεν φοβάται τον θάνατο, δεν είναι ειλικρινής και σίγουρα λαθεύει. Εγώ π.χ., φοβάμαι τον θάνατο κι αν ήταν να παραμείνω επ’ άπειρον στην ζωή, μετά χαράς θα το προτιμούσα. Γνωρίζω όμως ότι, έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να τον αποφύγω. Αφού λοιπόν αργά ή γρήγορα θα έρθει να με βρει, γιατί να στενοχωριέμαι και να πεθαίνω κάθε μέρα, γι’ αυτό και παριστάνω το άφοβο λιοντάρι. Λέω στους άλλους, τους δειλούς, που φανερά τον τρέμουν, «ε, τι φοβάσαι βρε, τίποτα απολύτως δεν είναι ο θάνατος, εγώ δεν τον φοβάμαι, για μένα είναι καλοδεχούμενος». Τότε εισπράττω και κάνα «μπράβο» και καμαρώνω σαν το γάλο απ’ του Μπάστα.

Ο πρόγονός μας ο Σωκράτης, ο Επίκουρος και μερικοί άλλοι που αποτελούν την ελάχιστη μειοψηφία, μπορεί να μου ’μοιαζαν στη σκέψη, αλλά κι αν πράγματι δεν φοβόνταν τον θάνατο, δεν σημαίνει ότι και η τεράστια πλειοψηφία των ζωντανών όντων, δεν φοβάται τον θάνατο. Αν δεν τον φοβόταν, δεν θα υπήρχε ο επάρατος ζυγός των θρησκειών. Βέβαια, υπάρχει και η κατηγορία των δειλών, εκείνων δηλαδή που, μήτε με την ζωή συμβιβάζονται, μα μήτε και με τον θάνατο, αλλά δραπετεύουν προς την ανυπαρξία όποτε οι ίδιοι θέλουν και με όποιον τρόπον θέλουν, χωρίς να περιμένουν τον φυσικό θάνατο. Το ότι τον θάνατο δεν τον βλέπεις όταν σου έρχεται και άρα δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι, δεν είναι σωστό. Πολλοί τον έχουν μέσα τους και για μεγάλα χρονικά διαστήματα βασανίζονται και υποφέρουν με άλγος τα δεινά του και τον τρόμο του. Όταν πας στην Σουηδία για ευθανασία και παίρνεις τα φάρμακα για να τον προκαλέσεις, τον βλέπεις μπροστά σου ολοφάνερα μέχρι να τελειώσεις. Άλλωστε, καθημερινώς γινόμαστε μάρτυρες της παρουσίας του, τον βλέπουμε να σκοτώνει τους δικούς μας, τους φίλους μας και γενικά να θερίζει μ’ ευκολία και χωρίς διάκριση την ζωή.

Το αιώνιο σκοτάδι, η άβυσσος, ακόμα και οι σαχλές γελοιότητες, παράδεισος και κόλαση, με τις οποίες εν αγνοία και παρά τη θέλησή του ζυμώθηκε ο κάθε πιστός εξ απαλών ονύχων, υπάρχουν μόνον στην φαντασία των πεπλανημένων και ποσώς στην πραγματικότητα. Το λογικόν ον δεν πρόκειται να συναντήσει τέτοιες καταστάσεις μετά θάνατο, μα μήτε και παρόμοιες, διότι οι περιπτώσεις αυτές προϋποθέτουν αισθήσεις, αισθητήρια όργανα, τα οποία εκλείπουν με τον θάνατο της ζωής. Υπάρχει μόνον το μεγάλο Μηδέν, τουτέστιν, η αιώνια ανυπαρξία.

Blogger Templates
Λογοτεχνικό Ιστολόγιο

"Έφυγε" ο Χάρης Πάτσης


Εφυγε από τη ζωή, το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου, σε ηλικία 97 ετών, ο παιδαγωγός-συγγραφέας-εκδότης Χάρης Σ. Πάτσης.

Ο Χάρης Πάτσης υπήρξε μια κορυφαία μορφή ανάμεσα στον πνευματικό, λογοτεχνικό και εκδοτικό κόσμο της σύγχρονης Ελλάδας. Καταγόταν από το Θεσπρωτικό Πρέβεζας (Λάκκος Σουλίου, Ηπείρου). Το 1933 αποφοίτησε από το Διδασκαλείο Ιωαννίνων. Το 1939 αρίστευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις για την Πανεπιστημιακή Μετεκπαίδευση (Φιλοσοφική Σχολή-Έδρα Παιδαγωγικής) και το 1946 πήρε το δίπλωμα του με άριστα. Κατά το διάστημα των πανεπιστημιακών σπουδών του, εγγράφηκε παράλληλα και παρακολούθησε μαθήματα στην Πάντειο και στη Γαλλική Ακαδημία. Ταυτόχρονα, δημοσιογραφούσε από τις στήλες του ημερήσιου και περιοδικού τύπου και έδινε διαλέξεις στα διάφορα μορφωτικά ιδρύματα της πατρίδας μας, με θέματα κυρίως παιδαγωγικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, κοινωνικά.

Η δραστηριότητα του στα κατοπινά χρόνια και ως σήμερα, μπορεί να συνοψισθεί στα εξής: Το 1945 ιδρύει τον ομώνυμο εκδοτικό οργανισμό και αρχίζει να κυκλοφορεί τη μηνιαία φιλοσοφική και παιδαγωγική επιθεώρηση «Νέο Σχολείο-Νέα Παιδαγωγική», τα περιοδικά «Παράδεισος του Παιδιού», «Ελεύθερα Αναγνώσματα», τις πασίγνωστες «Πατριδογνωσίες» του και την 28τομη «Εγκυκλοπαίδεια των Νέων» (Μ.Ε.Ν.), την πρώτη ελληνική εγκυκλοπαίδεια που συντάχθηκε εξολοκλήρου στη Δημοτική γλώσσα. Τον ίδιο καιρό συγγράφει, ολοκληρώνει και εκδίδει ολόκληρη σειρά σχολικών βιβλίων (48 τίτλους), τα οποία εγκρίνονται από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο και για πολλά χρόνια γαλούχησαν την ελληνική νεότητα. Το 1960 συγγράφει και εκδίδει το περίφημο «Λεξικό της Δημοτικής» και αποκτά έτσι, για πρώτη φορά, η Νεοελληνική γλώσσα το λεξικό της. Μέχρι τότε, υπήρχε η «Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και η «Νεοελληνική Σύνταξη» (Συντακτικό) του Αχιλλέα Τζάρτζανου. Ο Χάρης Πάτσης με το «Λεξικό της Δημοτικής» συμπλήρωσε το κενό και πρόσφερε το κλειδί που έλειπε, για την ορθή χρήση της Νεοελληνικής γλώσσας.

Στη συνέχεια, κυκλοφόρησε και τα επίτομα λεξικά της Αρχαίας και της Καθαρεύουσας, με την ερμηνεία των λημμάτων τους στη Δημοτική. Τα τρία αυτά λεξικά ενσωματώθηκαν, κατά τα επόμενα χρόνια, στη σειρά «Δέκα επίτομα Λεξικά (γλωσσικά, επιστημονικά, τεχνολογικά)». Στα χρόνια που ακολουθούν και ως τις μέρες μας, συνεχίστηκε η συγγραφική και εκδοτική δραστηριότητα του Χάρη Πάτση, σε όλους τους τομείς. Συνέχισε να εκδίδει, επιμελείται, εποπτεύει και κυκλοφορεί εγκυκλοπαίδειες κάθε λογής, λεξικά, ιστορικά, γεωγραφικά και λογοτεχνικά έργα, ενδεικτικά των οποίων είναι η «Νέα Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» (36 τόμοι), οι δύο Λογοτεχνικές Εγκυκλοπαίδειες (για την Ελληνική και την Παγκόσμια Λογοτεχνία), τα «Άπαντα των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων» (106 τόμοι), τα «Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασικών» και εκατοντάδες άλλους τόμους.

Το 2005, ο Χάρης Πάτσης, συμπληρώνοντας 70 χρόνια συγγραφικής και εκδοτικής προσφοράς, εγκαινίασε, σε μια γιορταστική, τιμητική εκδήλωση στον «Παρνασσό», τη «Φιλοσοφική και Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη Χάρη Πάτση» με τα τρία προσωπικά του συγγράμματα: «Κοινωνιολογία και Κοινωνικά Συστήματα», «Το Μέλλον του Σοσιαλισμού» και «Παγκοσμιοποίηση, το Κύκνειο Άσμα του Καπιταλισμού». Η σειρά αυτή, συμπληρώθηκε με το έργο του, που τιτλοφορείται: «Πλάτωνας, ο Μεγάλος Φιλόσοφος και Κοινωνικός Οραματιστής» (2007). Σε ό,τι αφορά τον καθαρά λογοτεχνικό τομέα, ο Χάρης Πάτσης έγραψε και κυκλοφόρησε πολλά πεζογραφήματα και μια ποιητική συλλογή.

Επιμέλεια ανάρτησης: Νίκος Μπατσικανής

Blogger Templates
Λογοτεχνικό Ιστολόγιο

Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Φαντασία


Να βγεις από το κάδρο στο σαλόνι
και δίπλα μου να ’ρθείς στον καναπέ,
να σ’ έχω – να μη σ’ έχω, με σκοτώνει,
βαρέθηκα, πια, τούτο το τουπέ.

Να πιούμε δυο ποτά μπροστά στο τζάκι
κι απέξω να σφυρίζει, να φυσά,
στους ώμους σου να ρίξω το σακάκι
και μέσα τα μαλλιά σου τα χρυσά.

Τα ρούχα μου να βγάλω, τα κουρέλια
και να φορέσω χλαίνη βασιλιά,
εσύ ν’ αρχίσεις, σαν και πριν, τα γέλια
και να κυλιέσαι πάνω στα χαλιά.

Τα κόκκινά σου χείλια μ’ αρρωσταίνει
να μη μιλούν μ’ ολόγλυκια φωνή,
να ξέρεις, κάτι μέσα μου πεθαίνει,
σταμάτα να σωπαίνεις, με πονεί.

Γέμισα ροδοπέταλα το στρώμα
και μύρα, να πλαγιάσουμε γυμνοί,
να μοιάζουν έτσι ανέγγιχτα όλα, ακόμα
και να ’σαι, ω! Να ’σαι τόσο αληθινή.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Δείτε ποιήματα του ιδίου στην ιστοσελίδα Stixoi.info
Επισκεφθείτε το ιστολόγιο ποιημάτων του ιδίου

Poetry-Literature

Ήρωας του '40


Κόκκινα πέταλα στη γη, τριαντάφυλλα κομμένα,
πάνω στο χιόνι σκόρπισαν τα νιάτα σου ανθισμένα.
Ασάλευτος στη μοναξιά, γαληνεμένο βλέμμα,
πικρό χυμό έχει η πληγή, μα πορφυρό το στέμμα.
Οδύνη, ή χαμόγελο μοσχοβολούν τα χείλη;
Κρίνα τα μάτια που 'κλεισαν του φθινοπώρου δείλι.
Έδυσε τ' άστρο της αυγής, που ρόδινο το χρώμα
έβαφε η όψη σου, καθώς, ήλιος που πάει στο γιόμα.
Στα χαρακώματα του νου, σπάω της μνήμης ρόδι,
ρουμπίνια οι κηλίδες σου, κουφέτα για το ξόδι.
Φυλλομετρώ τα χρόνια σου, κι ο άνεμος, με χάδια,
στέλνει γλυκά μηνύματα και Λευτεριάς σημάδια.

Το ποίημα είναι για τον αδελφό του πατέρα μου, Νίκο Μπατσικανή, που έπεσε στον Πόλεμο 1940-41, στην Ελληνοαλβανική μεθόριο, 26ετών.

Νίκος Μπατσικανής

Blogger Templates
Λογοτεχνικό Ιστολόγιο

Τετάρτη, Οκτωβρίου 27, 2010

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας


6.

Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί
Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε·
Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·
Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα...
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν
Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα
Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Ήταν γερό παιδί·
Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων
Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης
Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες
Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο
Να βάφει τα λουλούδια
Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει
Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του
Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος
Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...

Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν. Γιατί να κλάψουν;
Ήταν γενναίο παιδί!

Οδυσσέας Ελύτης (1945)

Blogger Templates
Λογοτεχνικό Ιστολόγιο

Κυριακή, Οκτωβρίου 24, 2010

Φύλλα καπνού (2ο απόσπασμα)


[…] Νύχτωσε.
Οι άνθρωποι διαφορετικοί
που είδαν κάτι αισθητικό
και σώπασαν.
Σειρές τα πρόσωπα
τα μάτια στο βούρκωμα του «χτες»
─παράσταση σπασμένων εικόνων.
Στην όχθη εσύ…
με το σχισμένο πουκάμισο του φιδιού
πεταμένο στη γη
απ’ την παλίρροια
που έφερε το βέβηλο «παρόν»
καθώς –ανάδρομη- μια γεύση πίκρας
στου χρόνου τις ρωγμές
με βήματα φωνηέντων
που χάθηκαν
στον κουρνιαχτό ανεπίδοτης γραφής.

Ακουμπισμένα τα δάχτυλα
στης ελιά το γκρίζο σώμα
να προσμένουν το κλείσιμο των ματιών
καθώς τα βλέφαρα
που σκεπάζει του παιγνιδιού το παιδικό μαντήλι.
Πάλι εσύ θα ξεφυλλίζεις αριθμούς
αναμεσίς σε λεμόνια και πορτοκάλια
ίσα με τη στιγμή του «φτου και βγαίνω»
με την όρια λαχτάρα
να βρεις τον κρυψώνα μας.
Με το αλαφροπάτημα
μην και τρομάξουν οι σκιές των δέντρων
μην και προβάλει η Εκάτη
του φόβου π’ έχουμε στ’ άνοιγμα της αυλόπορτας
και στ’ άγγιγμα του μάνταλου
π’ ορίζει της καρδιάς τ’ ανάσασμα.
Πίσω απ’ του σπιτιού σου τη μάντρα
η ανυπότακτη παρουσία μας
ν’ αφουγκράζεται
του γρύλου το ρυθμικό λυγμό
ως στερημένη αίσθηση
μιας νοητής γραμμής
που πάντα μας έδενε. […]

Μυρτώ Κλεάνθους Τσαούση

Το σχήμα σου


Τ’ απόγευμα της Κυριακής
μες στους ατμούς της άμπωτης
βρέχει γοερά…

Ο μόνος είμαι χαιρετισμός
στο ναυάγιο-πλοίο μου.

Αργά, τ’ απηυδισμένα βήματα
σέρνουν, στις κουΐντες,
πραμάτειες νοσταλγίας.

Το σχήμα Σου, απόηχος ήλιος!
Βροχές από οξειδωμένο μέταλλο
ποτίζουν
την εύφλεκτη ζάλη
του ακάλυπτου «είναι».

Απόγευμα της Κυριακής.
Μες στους ατμούς της άμπωτης
βρέχει γοερά…

Νίκη Μιχαήλ Κατσικάδη

Παρασκευή, Οκτωβρίου 22, 2010

Οι τελευταίες ώρες του Τσε Γκεβάρα


Σύντροφε και μαχητή, Ερνέστο Τσεγκεβάρα εσύ οραματιστή ενός όνειρου και μιας νέας ελπίδας, ξάφνου ανασηκώθηκε των φασιστών η μαύρη η αντάρα, ξάφνου σα να ξεθώριασε ο χάρτης μιας ελεύθερης πατρίδας…

Πώς να κύλισαν οι στέρνες σου ώρες, στης Βολιβίας τα δάση τότε που σε κύκλωσαν μισθοφόροι, προδότες, κεφαλοκυνηγοί, τότε που από το αίμα σου το τέρας του φασισμού ήθελε να χορτάσει, τι χρώμα ειχε σαν ξημέρωνε του θάνατού σου η θλιβερή αυγή…

Μόναχο και κυνηγημένο σε πιάσανε οι εκτελεστές, η ιστορία τους βύθισε στης λήθης το απύθμενο σκοτάδι, η μορφή σου εξαϋλώθηκε σαν τους άγιους ευαγγελιστές, καθώς το κορμί σου τρύπησε, του θάνατου το σημάδι!...

Το σώμα σου φωτογράφιζαν, με το κίτρινο θάνατου χρώμα, μα οι ιδέες δεν πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους, η ελεύθερη ψυχή σου πέταξε μακριά από το νεκρικό σου στρώμα, αγκαλιάζει ακόμη και σήμερα τους σκλαβωμένους τόπους!...

Είχες μέσα σου αρνηθεί το βόλεμα της νίκης, την εξουσία, για επαναστάσεις αρμένιζες με πυρετώδη πεθυμιά ελευθερίας, στις καταπιεσμένες τις ζωές οργάνωσες μια ανταρσία, σήμαντρο άλλης ζωής και μιας καινούριας πορείας!...

Μα τώρα πώς να αλλάξει πια ο κόσμος, που γύρω μου η φλόγα έχει σβήσει, που ’γινες αφίσα και σύνθημα στων φαύλων την προσωπίδα, τώρα που και η νιότη μας βολεύτηκε και έχει πια σαπίσει, μα είναι η φλογερή ματιά σου, η στερνή ανατροπής ελπίδα!...

10.10.2010

Αργύρης Ντεγκούδης

Τρίτη, Οκτωβρίου 19, 2010

"Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον", Γεωργίου Βιζυηνού

Μια συγκλονιστική θεατρική παράσταση


Σκηνοθεσία: Δήμος Αβδελιώδης. Θέατρο «ARTI», Ηπείρου 41.
Ερμηνεύουν (εναλλάξ): Μαρίνα Αργυρίδου – Γιώργος Νικόπουλος.
Μουσική - πιάνο: Βασίλης Γιαννάκης. Όλγα Αρτικοπούλου (βιολοντσέλο).

Μια συγκλονιστική παράσταση, η οποία θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου, για την προσέγγιση, τη σκηνοθεσία και την ερμηνεία. Ρεσιτάλ ηθοποιίας από τη Μαρίνα Αργυρίδου, σε έναν εκφραστικό χειμαρρώδη αφηγηματικό μονόλογο, διάρκειας μιας ώρας, που κόβει την ανάσα, από την αρχή, μέχρι το τέλος, και βρίσκει τον ήρωα, αλλά και την ερμηνεύτρια, στην πιο μαγευτική κορύφωση, όπου οι θεατές, όρθιοι, χειροκροτούσαν τους συντελεστές επί ώρα. Παλλόμενη, η νεαρή ηθοποιός, κατέκτησε το κοινό, με την ερμηνεία και τον ρυθμό, σε μια μαγική ατμόσφαιρα. Η αρχαΐζουσα γλώσσα του συγγραφέα, διανθισμένη με την ντοπιολαλιά της πατρίδας του, συντείνουν στην επιτυχία της μαγικής συνταγής, καθώς, επιπλέον, τα συστατικά αυτά κάνουν πιο δύσκολο το εγχείρημα της ερμηνείας, ενώ και δεν είναι θεατρικό έργο, αλλά ένα διήγημα, γραμμένο πριν έναν αιώνα.

Ο σκηνοθέτης Δήμος Αβδελιώδης διαλέγει έργα σπάνια, κυρίως Λογοτεχνικά (π.χ. «Η γυναίκα της Ζάκυνθος», Διονυσίου Σολωμού) και όχι με εμπορικά κριτήρια. Καταδύεται στο κείμενο, για να αναδυθεί, στη συνέχεια, σε δυσθεώρητα ύψη απόδοσης. Η μέχρι τώρα πορεία του, τόσο στον κινηματογράφο («Το δένδρο που πληγώναμε», «Νίκη της Σαμοθράκης» κ.ά.), όσο και στο θέατρο («Μαράν Αθά», «Καραγκιόζης» κ.ά.) δεν του έφεραν μόνο ελληνικά και διεθνή βραβεία, αλλά τον κατατάσσουν στους μεγάλους δημιουργούς της Τέχνης, την οποία υπηρετεί με ξεχωριστή επιτυχία και σεμνότητα. Ό,τι έχει σκηνοθετήσει χαρακτηρίζεται από μία διάθεση νοσταλγίας και επιστροφής στα παιδικά χρόνια, στην ηλικία της αθωότητας, σε εποχές που έφυγαν και χαμένους παράδεισους. Για τον συγγραφέα, ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει: «Αν έλειπε ο Βιζυηνός από τα ελληνικά Γράμματα, θα ήταν σαν να έλειπε ο Καβάφης από την ποίηση, ή ο Χατζιδάκις από τη μουσική, καθώς ανήκει στους δημιουργούς που μας προσφέρουν μοναδική χαρά και συγκίνηση με την απλότητα, την καθαρότητα, την ταχύτητα, την έλλειψη κάθε επιτήδευσης ή άλλου σκοπού πέραν αυτής καθεαυτής της ερωτικής μέθεξης ως δωρεάς και βαθιάς ταύτισης με τον άλλον».

Θεωρώ πως όλοι μας θα πρέπει να γευόμαστε τη χαρά και την απόλαυση των παραστάσεων του Δήμου Αβδελιώδη. Το ότι το έργο του έχει τόσο έντονα εθνικό χρώμα, τον κάνει έναν διεθνή δημιουργό. Πρόκειται για μια βιωματική ιστορία του Βιζυηνού, όταν σε ηλικία δέκα ετών δούλεψε παραγιός σε έναν σκληρό ράπτη στην Κωνσταντινούπολη, το 1861.

Ο συγγραφέας Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, στα 1849 και πέθανε στην Αθήνα στα 1896. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και ψυχολογία σε Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Αθήνα και Γερμανία. Έζησε στο Παρίσι και στο Λονδίνο για δύο περίπου χρόνια. Από τον Απρίλιο του 1883 μέχρι τον Ιούλιο του 1884 δημοσίευσε στην ημερήσια Αθηναϊκή εφημερίδα «Εστία» τα σημαντικότερα μικρά του διηγήματα, που σήμερα θεωρούνται ορόσημο στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ανάμεσά τους και «Το Μόνον της Ζωής του Ταξείδιον».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο συγγραφέας κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο της Αθήνας. Λίγο πριν είχε ξεσπάσει το ερωτικό του πάθος για μια ανήλικη. Τα βιώματα του, αλλά και η λογοτεχνική προσέγγισή τους μπλέκονται στο ταραγμένο του μυαλό και στα έργα του. Κυρίαρχο πρόσωπο των αναμνήσεών του είναι ο υπερήλικας παππούς του, ο οποίος είχε μεγαλώσει ντυμένος κορίτσι, για μα μη στρατολογηθεί γενίτσαρος, από τους Τούρκους. Τα παραμύθια που έλεγε στον εγγονό του διαμόρφωσαν τον ψυχισμό του.

Νίκος Μπατσικανής, συγγραφέας – ποιητής

Του Γιάννη

Στην μνήμη του Γιάννη Δαλιανίδη


Θα σε πικράνω με το πιο πικρό βοτάνι,
που δε φυτρώνει στη γη, μα στο βράχο πιάνει
και το φαρμάκι του, σ’ απόκρημνα ύψη φτιάνει.

Κι όταν το πιεις σαν το κρασάκι, μάνι-μάνι,
δε θα λυγίσω, δε θα πω, «μωρό μου φτάνει»,
θα ’χω τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι.

«Πολύ με πίκρανες, πολύ, καλέ μου Γιάννη
και να φορέσω θέλω τ’ άσπρο μου φουστάνι,
να βγούμε αντάμα βόλτα οι δυο μας στο λιμάνι».

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Δευτέρα, Οκτωβρίου 18, 2010

Είσαι συ ο άνθρωπός μου...


Τόσο ωραίο τραγούδι με τη φωνή της Ανδριάνας Μπάμπαλη, γίνεται πλέον γνωστό στο ευρύ κοινό μέσα από τη σειρά του Mega "Το νησί", που προβάλλεται κάθε Δευτέρα στις 21:50...

Verse Monkey!

Επιστολή του ποιητή Βασίλη Κομπορόζου και ένα ποίημα

Καλησπέρα, Παναγιώτη και λοιποί versemonkeyers!

Έχω πολύ καιρό να μπω εδώ και να στείλω ποίημα. Λοιπόν θα στείλω κάτι (που δε θυμάμαι τώρα αν το έχω ξαναστείλει- μάλλον όχι, όμως). Μαζί και ένα παραπολιτικό σχόλιο που σχετίζεται έστω και λίγο με το ποίημα – θα εξηγήσω πώς, αν και δε θα έπρεπε (να σκέφτεστε και λίγο πριν μας το απαγορεύσουν και αυτό – χρειάζεται και λίγο ‘πλάκα’ που και που)!

Σίγουρα κάτι έπρεπε να γίνει με την οικονομία και τη διαφθορά, έτσι που μας κατάντησαν τα δύο γνωστά κόμματα αλλά και εμείς οι ίδιοι, αλλά όχι και έτσι!
Πολλοί ξένοι – μη υποταγμένοι οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι- συμφωνούν στο εξής το οποίο το προσυπογράφω δίχως κανένα δισταγμό: Μπορούσαμε να τα καταφέρουμε χωρίς το άγριο Δ.Ν.Τ. και το ληστρικό του μνημόνιο! Αλλά η κυβέρνηση υπάκουσε σε άλλους (όπως η περίφημη λέσχη Μπίλντερμπεργκ) οι οποίοι επιδιώκουν παγκόσμια φτώχια, παγκόσμιο πόλεμο και παγκόσμια κυριαρχία με ολική παρακολούθηση των πάντων! (Εδώ ταιριάζει το περίφημο 1984 του Orwell, το οποίο το είχα διαβάσει παλιά και είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία). Έτσι φτάσαμε σε μια σχεδόν κατοχική κυβέρνηση με οικονομική αφαίμαξη.

Και να σκεφτεί κανείς, η Ρωσία και η Κίνα μας είχαν προτείνει δάνειο με 3% επιτόκιο μόνο κι εμείς αρνηθήκαμε. Και κάτι για τον πρωθυπουργό μας: Εγώ δεν είμαι διεφθαρμένος κι άλλωστε πιστεύω ακράδαντα πως υπάρχει Τριαδικός Θεός. Ούτε ο πατέρας μου σαν επιθεωρητής συνεταιρισμών σε τράπεζα χρηματίστηκε ποτέ... (By the way, πολύ ωραίος ο χαιρετισμός του Τσίπρα στον Παπανδρέου όταν ο τελευταίος γύρισε από το εξωτερικό).

Για το ποίημα τώρα, οι άνεμοι του Αιόλου, (ή το κουτί της Πανδώρας, πείτε τους όπως θέλετε), θα μπορούσαν να είναι το Δ.Ν.Τ. με το διαμερισματάκι του με θέα στην Ακρόπολη των 9000 ευρώ σε ενοίκιο/ μήνα! (Το ξέρω ότι είμαι ευφυϊα, μην μου το υπενθυμίζετε)

Υ.Γ.: Συγγνώμη αν έθιξα τα πολιτικά πιστεύω κανενός, αλλά πρέπει κάποτε να μιλήσουμε για αυτά που συμβαίνουν και να πούμε τη γνώμη μας.

Από Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία κ’

Λύνουν τ’ ασκί κι οι άνεμοι όξω χυθήκανε όλοι,
κι αυτούς τους πέταξε άξαφνα στο πέλαγο η αντάρα,
αλάργα πάλε απ’ τη γλυκιά πατρίδα, ενώ θρηνούσαν.
Ξύπνησα τότε κι έλεγα στην άφοβη καρδιά μου,
να πέσω αμέσως να πνιγώ στο κύμα απ’ το καράβι
ή να βαστάξω αμίλητα και στη ζωή να μείνω.

(Οδύσσεια, ραψωδία κ’, στ.: 48-53, μτφρ.: Ζήσιμου Σιδέρη)


Τί κάνατε, σύντροφοι, εκεί, τί κάνατε;
Την άβυσσο, ταλαίπωροι, ελευθερώσατε,
όχι την άβυσσο, το Έρεβος, τον Κέρβερο
που να κατασπαράξει θέλει τ’ όνειρό μας το μεγάλο.
Αχ, οι Θεοί με κυνηγούν κι οι Μοίρες με χλευάζουν
και πλάνητας θα καταντήσω, σκόρπιος άνεμος
για λίγα ζητιανεύοντας ψιχία της πατρίδας.
Αχ, καπνό πατρώο θα δω, σπίτι δε θα γευτώ!
Δεν ήτανε ασκός μ’ Ανέμους τούτος, δεν ήταν. Όχι!
Το κουτί ήταν της πανάρχαιας Πανδώρας
που απ’ τα Τάρταρα της Λήθης γύρισε κι αμόλησε
τις Ερινύες που διψούν για το αίμα ονειρευτών
που τόλμησαν να πλησιάσουν την Ιθάκη τους.
Αλλοίμονο, εκεί που τη ζωή μας θ’ ανασταίναμε
στου Ποσειδώνα πέσαμε τα ιοβόλα άγγιστρα.

Σκίστε τα ρούχα, ρίξτε χώμα στα μαλλιά
στα δάκρυά σας λευκανθείτε, σα θρόισμα τ’ ανέμου
ελαφρείς να γίνετε μήπως κι ο Θεός μας λυπηθεί.
Εμπρός, γκρεμούς ανηλεείς ν’ ανέβουμε έχουμε
από μαύρες θάλασσες και στεριές αβυσσοτόκους.
Αχ, Άδη που πεθύμησες στο Χάος να μας γκρεμίσεις.
Κι ορίζοντας πουθενά – γιατί δεν ξέρω πια
που τελειώνει ο Ορίζοντας κι αν τελειώνει!

Μα όχι! Δεν τη χάσαμε την Ιθάκη μας. Όχι!
Κι ας φουρτούνιασε η ψυχή από τα πάθη μας
τη στιγμή που σπίθα ένιωσε του Παραδείσου.
Αχ, είμαι ο Οδυσσέας και πάντα θά ’μαι
και το έπος τούτο πρέπει να το ζήσω!
Εμπρός, αδέρφια κάμετε τα δάκρυα κουπιά
και την πίστη άφθαρτο άσειστο πανί,
ντυθείτε την αλμύρα, μεταλάβετε τον Ουρανό
μη και ναυαγήσει τ’ Όνειρο στις ερημιές του χρόνου.
Όρτσα οι καρδιές. Τώρ’ αρχίζει η Οδύσσειά μας!

Βασίλης Κομπορόζος

Φύλλα καπνού (απόσπασμα)


[…] Σε τέταρτο πρόσωπο
η λυγμική μοναξιά
το ομιχλώδες τοπίο του σύννεφου
ο κρότος του χρόνου
καθώς βυθίζει το μαχαίρι
στου κορμιού τη σάρκινη γλώσσα.
Υφάδι η μαύρη φλόγα
σεργιανίζει το τραγούδι της
πάνω στης πέτρας το βρώμικο αλάτι
ό,τι απέμεινε
απ’ την κραυγή τ’ αχόρταγου φιλιού
λίγο πριν χαθεί στις στάχτες του Μάη.

Λίγο πριν ο βραδινός
χαράξει αποσπερίτης,
μια πεθυμιά ασύνορη σε μέθυσε
γι’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο
κι, αίφνης
στη δίνη του χορού δόθηκες.
Στροβίλιζες το χρηστό κορμί
που αιμορραγούσε
σταυρωμένο
πάνω στου θύτη το βέβηλο αγκάθι.
Μοιραία, κοινωνούσες
ζωντανόν, έναν θάνατο
μια κι ο κύκλος σου περιέκλειε
-ζηλευτόν- έναν ζηλωτή. […]

Μυρτώ Κλεάνθους Τσαούση

Παρασκευή, Οκτωβρίου 15, 2010

Ηδονής εκμαγείο


Λυχνοστάτες τα μάτια,
ξιφουλκούν στο σκοτάδι,
ξεθωριάσαν οι μνήμες
κι αναμένουν προστάτη.

Ο αχός της ανάσας,
απ’ τα κάτωχρα χείλη,
καταδότης των «θέλω»,
Εφιάλτης της σκέψης.

Πυροφάνια τις νύχτες
του κορμιού μου οι πόθοι,
προσδοκούν ξένο χέρι,
ηδονής εκμαγείο.

Ικετεύει το βλέμμα
τη σελήνη και τ’ άστρα,
φανοστάτες να γίνουν,
της ψυχής πανωφόρια.

Παγωμένος, αν έρθει,
ερημίτης αγέρας,
ασκητής και ζητιάνος
στην Αγάπη μην πάω.

Νίκος Μπατσικανής

Πέμπτη, Οκτωβρίου 14, 2010

Η πιο συγκλονιστική στιγμή...


Βγήκανε ζωντανοί οι μεταλλωρύχοι.
Ο κόσμος όλος έκθαμβος κοιτάει.
Ω, του γεωτρύπανου οι υπόκωφοι ήχοι.
Η κάψουλα που στα έγκατα βουτάει.
Κι αν βοήθησε ο Θεός ή μόνο η τύχη.
Βγήκανε ζωντανοί κι αυτό μετράει.

Verse Monkey!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 11, 2010

Απολογισμός πεπραγμένων


Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Όταν ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του και η ημέρα τελειώνει, έχεις ακόμα λίγο καιρό μες στο λυκόφως της ζωής σου, να κάνεις σούμα τα πεπραγμένα, να ξεδιαλύνεις τα υπέρ και τα κατά, τα συν και τα πλην, να κάνεις ισολογισμό και να βγάλεις αποτέλεσμα. Να ιδείς αν κέρδισες ή έχασες, αν άξιζε τον κόπο το σύντομο περπάτημα σου πάνω σ’ αυτή τη φλούδα του άσημου αυτού Σβόλου. Έτσι όπως βρέθηκα από το πουθενά πάνω εδώ και χωρίς να ξέρω άρπαξα το βυζί της μάνας μου και βύζαινα, ρούφηξα αέρα που ήταν εκεί και περίμενε για μένα, ήπια νερό που άφθονο δίπλα μου το βρήκα, και σηκώθηκα στα δυο μου πόδια κι άρχισα να περπατώ. Άρχισα το ψάξιμο σαν τυφλοπόντικας που βγαίνει απότομα στο φως απ’ το σκοτάδι. Παγίδες ένα σωρό έβρισκα στο δρόμο μου, μετά το ξέμπλεγμα από την μια, σκόνταφτα στην άλλη, που ήταν πιο ύπουλη, πιο επικίνδυνη. Από πολλές πιάστηκα, δεινοπάθησα, υπέφερα, όχι για μια-δυο ημέρες, σαν τον Χριστό στο Γολγοθά, «μωρέ χαράς στο πράμα η ταλαιπωρία του», αλλά ολοζωής βασανίστηκα, σαν τον αιώνιο μάρτυρα, τον περήφανο Προμηθέα, που πισθάγκωνα δεμένος στον χιονισμένο Καύκασο, τον στερημένο για πάντα μιας συγνώμης, που ποτέ του δεν καταδέχτηκε να ζητήσει για να του δοθεί.

Στερήσεις, κακουχίες, δυστυχίες, αρρώστιες, ατυχήματα κι ατυχίες, θάνατοι προσφιλών μου προσώπων και συγγενών, πάντα παραφύλαγαν στο διάβα μου και σαν οχιές με τις δαγκωματιές τους με δηλητηρίαζαν. Πάντα όμως υπήρχε η πλανεύτρα ελπίδα, το ναρκωτικό, που σε κάνει να βλέπεις σαν στην έρημο νερό, πως τάχατες θα ’ρχονταν η ευτυχία και για σένα. Ναι, ναρκωτικό είναι η ελπίδα που δεν σ’ αφήνει να ιδείς την πραγματικότητα, την τρομερή αλήθεια. Η αλήθεια ειν’ ο θάνατος, πράγμα που την κάνει ανυπόφορη για τους φιλόζωους και τους δειλούς. Οι βόγγοι, τα κλάματα, οι προσευχές με τις μετάνοιες και τους σταυρούς, φευ, είναι κι αυτό δειλία, δεν είναι; Τι έλεγες ότι είναι εξιλέωση, παρηγοριά και σώσιμο; Αμ δυστυχώς δεν είναι, δειλία είναι.

Ποιος όμως υπάρχει που να μην έχει κρυμμένη κάποιο είδος δειλίας μέσα του που, έστω αργιά και κάπου να τον ενοχλεί; Τι είναι άνθρωπος; «Άνθρωπος» λέει ο Kamu, «είναι ο σκλάβος του θανάτου, ένας περαστικός ταξιδιώτης, φιλοξενούμενος στο σπίτι». Πολλά δυστυχώς τα πλην, γεμάτα τα δεφτέρια μου από δαύτα. Δυσανάλογα και δυσμνημόνευτα τα συν. Κάποτε έστειλα λίγα φράγκα στον πατέρα μου να γλυκάνει κι αυτός ο δόλιος την πίκρα της στερνής ζωής του. Ακόμα λίγα, για προίκα της αδερφής μου που, μπορεί και να ’μενε γεροντοκόρη. Επίσης απάλλαξα από πατρικό μερίδιο τα υπόλοιπα αδέρφια μου που, δεν ήταν και λίγα, ενώ συγχρόνως έφερα και μερικά εδώ για να γευτούν κι αυτά τους καημούς της ξενιτιάς και να φύγουν πριν την ώρα τους, αφήνοντας εδώ στην ξένη γη τα κόκαλά τους.

Δούλεψα σκληρά, έφτιαξα, σπιτάκια για δικό μου όφελος, αλλά και για τα φτωχαδάκια. Fish & Chips μα και Milk Bars, πέρασαν απ’ τα χέρια μου πολλά. Έδωσα και λίγα απ’ τα κέρδη μου και στους εργάτες μου που, σχεδόν πάντα απασχολούσα. Έκλεψα και κάτι λίγα σαν παιδί, όχι όμως για καζάντια, αλλά από ανάγκη για την αυτοσυντήρηση του κορμιού που με πίεζε να το κάνω. Άλλωστε λέει κι ο παπάς ότι, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, δεν λέει; Μπορεί να ’ναι έτσι, μα τον σκοπό ποιος θα τον αγιάσει για να σωθώ κι εγώ; Όσο για την ηθική μου, δεν ταιριάζει με την ηθική του λαού, την καθιερωμένη δηλαδή, η οποία διαμορφώθηκε από παπάδες και αθώες γυναικούλες, καταδικασμένες σε πνευματική σκλαβιά, αλλά βασίζεται μόνον στην ανθρωπιά, την μόρφωση και τον πολιτισμό. Αν έπεφτα στο άρπαγμα τις πρώτης μου παγίδας, σαν το τρίμηνο αδερφάκι μου, που έφυγε νωρίς απ’ τ’ αναπάντεχο θανατηφόρο δάγκωμά της, είμαι σίγουρος πως τίποτα δεν θα ’χανα απ’ αυτό που λέγεται δώρο ζωής. Στο τέλος της ημέρας, ο λογαριασμός μου βγαίνει αρνητικός, κόκκινο δείχνει το δευτέρι μου, παρ’ ότι προσπάθησα αναλώνοντας σχεδόν όλη την εφήμερη ύπαρξή μου, νομίζοντας ότι, κάτι τέλος πάντων έκανα. Ότι κάτι το σπουδαίο υπάρχει σ’ αυτό το όνειρο. Τώρα που το όνειρο φτάνει προς το τέλος του βλέπω ένα στρογγυλό μηδέν μπροστά μου και νιώθω την αρχή της αιωνίας ανυπαρξίας. Μα αλήθεια τι μπορεί να ’κανε ένα ασήμαντο σβολάκι από νερό και άνθρακα, πάνω σ’ έναν πιο μεγάλο σβόλο, που άσκοπα κι ανόρεξα στο πουθενά κινείται;

Κυριακή, Οκτωβρίου 10, 2010

10 Οκτωβρίου 2010: Παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας


Παραλίγο να μάς διαφύγει... Σήμερα είναι η Παγκόσμια ημέρα ψυχικής υγείας, όπως μας πληροφορεί το πολύ καλό ιστολόγιο http://oikotrofeio.blogspot.com/.

Ο γράφων, είχε τη μοναδική τύχη να εργαστεί παλιότερα σε ένα οικοτροφείο ατόμων με ψυχικά προβλήματα και έζησε από κοντά τη μοίρα τους. Η αλήθεια είναι ότι καθόλου δεν έχουμε, εμείς οι υπόλοιποι, τη σωστή γνώση για το τι πραγματικά συμβαίνει σ' αυτούς τους ανθρώπους. Πρόκειται για πονεμένες ψυχές που λαχταρούν να γίνουν καλά και να ξαναδούν τον κόσμο με τα πρωτινά τους τα μάτια... Τα υγιή...

Κάνουν αγώνα, μαζί με τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους φροντιστές, όλους όσους έχουν ταχθεί να τούς απαλύνουν τη δυστυχία που το μυαλό τους και μόνο γεννά. Τι να ευχηθεί κανείς; Καλή επάνοδο στην ζωή, γρήγορη αποθεραπεία και επανένταξη στην κοινωνία. Δεν περισσεύει κανείς τους, όλους τους χρειάζεται η κοινωνία και τους περιμένουν με λαχτάρα οι δικοί τους...

ΜΙΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ

(Αφιερωμένο σε όλους τους ψυχικά ασθενείς)

Μια μαργαρίτα φυτρώνει στην άκρια
του δρόμου. Περνάς για τη δουλειά σου
και το άσπρο της χρώμα βάφει την καρδιά σου.

Η μαργαρίτα τραγουδάει: «Δάκρυα, δάκρυα,
που κυλάτε στο μάγουλο του αγοριού»...
Χορευτικά μπροστά σου γέρνει το κεφάλι.

Μα ενώ στον αέρα πάλι και πάλι
στροβιλίζονται οι στίχοι του τραγουδιού,
με την ηχώ γίνονται: «Μακριά, μακριά,
μη μιλάτε στον τρελό του χωριού»...

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Το θεριό


Ποίηση: Μάρκος Σαριμανώλης
Μουσική: Νικήτας Βοστάνης
Ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης.

Δείτε το ιστολόγιο του φίλου μας κου. Μάρκου Σαριμανώλη

Σάββατο, Οκτωβρίου 09, 2010

Τρίστιχα


Αντισταθείτε κι ας έμειναν οι χαρές βουβές.
Έλα σε παρακαλώ, μην κλαις,
Θα πλημμυρίσουμε.

Στο επόμενο σήκωμα της αυλαίας
Ίσως να μη με δεις στην πλατεία.
Μην τρομάξεις και διακόψεις την παράσταση.

Η Θυσία άπονα εγκαταλειμμένη
Σε σκουριασμένο αυτοκίνητο παλιό
Ν’ αλλάξει ο κόσμος περιμένει.

Μια κάποια ημέρα, ίσως…
Τ’ αδύναμο να ενδυναμωθεί,
Τ’ αδύνατο να υποταχθεί στη δύναμή μου.

Δεν μου μιλάς,
Γιατί οι θάλασσες ποτέ τους δεν μιλούν,
Μονάχα με παράπονο μουγκρίζουν.

Κι ο πόνος πού θα χωρέσει;
Και, πόσο θα κρατήσει αυτό;
Και πόσο θα κρατήσω εγώ;

Δραπέτες απ’ του προορισμού τους το κλωνάρι
Ρυτιδιασμένες σκιές στάθηκαν πάνω στο φεγγάρι
Απεικόνιση ανεκπλήρωτων επιθυμιών.

Και σου ’λεγα: Αυτός μόνο ορίζει
Κι ορίζει λεύτερα να ζούνε τα πουλιά και τα φιλιά.
Ελεύθερα και τα χρυσάνθεμα τ’ Οκτώβρη.

Δώσαμε ολάκερους τους αιώνες.
Και
Δεν πήραμε τίποτα, μήτε στιγμή.

Για τα πετρέλαια, για τα λεφτά;
Γιατί σακατεμένα τα παιδιά;
Ορφανεμένα, πεινασμένα και νεκρά;

Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη

(Για πληροφορίες σχετικά με το νέο βιβλίο της κας. Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη, με τίτλο "Απογειώσεις", ακολουθήστε τους παρακάτω συνδέσμους:

α) http://www.allbooks.gr/book.php?TitlesID=157484 και
β) http://www.patakis.gr/viewshopcategory.aspx?id=95797).
V.M.!

Αμαρτία


Φευγαλέα αμφιβολία
μεγαλώνω, ωριμάζω δίπλα σου.
Εμψυχωμένη ορμή του πάθους
ετυμηγορείς στο ελάχιστο.

Εναλλάσσονται αποχρώσεις
της μυστικής αίσθησης
έντεχνη ματαιότητα
της ύπαρξης.

Φθορά θανάτου
στου στοχασμού το νόημα
φωτοσκιάσεις τρόμου
πάνω στων ημερών τον καθρέπτη.

Αυτή η σιωπή
αυτή η παύση ρεμβασμού
το όχι της ανυπαρξίας
αδημονεί, ηδονίζεται,
να διαπράξει
της μνήμης τη γνήσια
αμαρτία.

Ζωή Τατάκη-Ιωσηφίδου

Παρασκευή, Οκτωβρίου 08, 2010

Κρύβω μια κιμωλία


Κρύβω μια κιμωλία
στο μαξιλάρι μου
κι αφού χωρίς βιβλία
ζω στο κελάρι μου,
παίρνω την κιμωλία
και γράφω ποιήματα
που ’μαθα στα σχολεία
και στα μαθήματα.

Τα γράφω στίχο-στίχο
σε κώχες άγνωστες
λεξούλες ’πά στον τοίχο
τι δυσανάγνωστες,
έρχεσαι εσύ και βήχω
και σ’ ερωτεύομαι
των ποιητών τον ήχο
μαζί σου γεύομαι.

Καβάφη και Σεφέρη
Ρίτσο, Μυρτιώτισσα
κι όσους καθένας ξέρει
κι ας μην τους ρώτησα,
σε τούτα ’δώ τα μέρη
που μένω μόνος μου
δίχως αγάπη ή ταίρι
εγώ κι ο πόνος μου.

Πόρνη, κάποιοι σε λένε
πόρνη δε φαίνεσαι
μα με φωνάζεις «ξένε»
κι όλοι οι άντρες θένε σε,
τα μάτια σου που καίνε
και δάκρυα χύνουνε
τα ποιήματα τούς φταίνε
και μού τα σβήνουνε.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Εξόριστος


Είναι οι μέρες βαριές. Μολύβι.
Κάτω απ’ τα πόδια μου σέρνω
δεσμά. Μέρες θεριά.
Μα κάθε βράδυ περπατώ.
Εσένα βρίσκω. Σε ακολουθώ.
Άνεμος στα λυτά μαλλιά σου.
Σύνθημα λέξη μαγική.
Είμαι μαζί σου.
Φύλαξέ με.
Το δρόμο κλείσε.
Ν’ αποκλειστώ.

Μαρία Ζαβιανέλη-Διαμαντάκη

(Ένα ακόμη αριστούργημα από το τελευταίο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού "Κελαινώ", που η αγαπημένη μας φίλη και λογοτέχνιδα κα. Παναγιώτα Χριστοπούλου-Ζαλώνη είχε την καλωσύνη να μάς στείλει). V.M.!

Οπτασία


Καθώς τ' αστέρια τ' ουρανού ανθίζουνε τη νύχτα
το σέλας των ονείρων μου λαμπρή φωτοχυσία.
Σκορπούν τα πέταλα στη γη και λούζουν το σκοτάδι·
βροχή από διάττοντες, της Άνοιξης, λες, κρίνα.
Μαζεύω με τις χούφτες μου σταγόνες κρυσταλλένιες
γυμνός χορεύω στο κενό, σαν κόκκος της κλεψύδρας.
Κάθε σπυρί ανάμνηση, αγάπες που πετάξαν
σαν γερανοί φθινόπωρο, φευγάτα χελιδόνια.
Μου γνέφουν απ' τα σύννεφα, ανεβοκατεβαίνουν
Άγγελοι απ' τον ουρανό, της νιότης μου τα χρόνια.

Νίκος Μπατσικανής

Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2010

Χώρια


Βγήκαμε απ’ τον υπολογισμό
Τα όνειρά μας λίγα
Και τι να πεις και τι να πω
Δε μ’ είχες και δε σ’ είχα.

Βγήκαμε απ’ τον υπολογισμό
Χάσαμε την αγάπη
Τα λάθη μας μες στον καιρό
Μας χρέωσαν το δάκρυ.

Μα στην κόλαση αυτή
που ζεις κι εγώ θα ζήσω
Θα μ’ αγαπάς, θα σ’ αγαπώ
Μέχρι να ξεψυχήσω
Κι αν θα ’σαι κι αν δεν είσ’ εδώ
Ένα θα σου χρεώσω
Το τελευταίο το φιλί
ποτέ δε θα στο δώσω.

Χριστίνα Καραγιάννη

(Το όμορφο αυτό ποίημα της ποιήτριας Χριστίνας Καραγιάννη δημοσιεύτηκε στο νέο τεύχος του περιοδικού "Κελαινώ", της φίλης μας κας. Παναγιώτας Χριστοπούλου-Ζαλώνη, το οποίο μόλις λάβαμε). V.M.!

Δευτέρα, Οκτωβρίου 04, 2010

Αυτή, αυτός και τα μυστήρια...


Ζωή που η αναπνοή της χάλασε
Το Ph του δέρματος άλλαξε
Και με το χρόνο το dna μετάλλαξε
Με κάνει να σκεφτώ και να γράψω πάλι.

Για έναν αυτοκινητόδρομο που βλέπω
που θυμίζει αστέρι που πέφτει…
Είναι αλήθεια ότι δεν μπορείς να απομονωθείς…
ούτε στην ερημιά πλέον.

Όλο και κάποιο βλαμμένο με μια…
χαλασμένη εξάτμιση
θα σε κάνει να θυμηθείς ότι στο σύμπαν δεν υπάρχει ησυχία…
Δεν έχει απομείνει ούτε μία ήσυχη γωνιά του, δίχως κενό.

Εκεί θα έγραφα…
το εγώ με τόσο μικρά γράμματα…
που δεν θα μπορούσε να το διαβάσει κανείς.
Ακόμη και αν είχε μεγεθυντικό μυαλό.

Τα μεγεθυντικά μυαλά ξέρουν καλά πως…
υπάρχουν τρεις τρόποι να φτάσεις το άπειρο
Ο ένας κάνοντας το εγώ λίγο μεγαλύτερο του ΕΜΕΙΣ
ο δεύτερος, ο πιο εύκολος, με το να το κάνεις μη ορατό.
Όλα αυτά, στο ήσυχο κενό…
Που δεν υπάρχει…

Έτσι λοιπόν το μόνο που απέμεινε είναι να…
προβάλω στον ουρανό, το ΕΣΥ.
Το κάνω, με τρόπο μοναδικό,
ολογραμματικά, τρισδιάστα…
με τεράστια γράμματα σαν από νέον.

Ο σκοτεινός ουρανός του νησιού μας,
έγινε Λας Βέγκας, δες τον, δικός σου είναι.

Δες τι συμβαίνει όταν το δικό σου ΕΣΥ,
πολλαπλασιαστεί με το γειτονικό.
Τότε γίνεται πολλές φορές μεγαλύτερο του ΕΣΕΙΣ.

Τότε το ΕΓΩ των εχθρών μας μοιάζει μηδενικό.
Αυτός είναι ο τρίτος τρόπος να δεις το άπειρο.
Οι λίγοι λυπημένοι εχθροί μας έχουν και αυτοί τον χώρο τους εκεί…
Εκεί τους συγχωρούμε εκεί τους δίνουμε χρόνο και ουσία…

Αυτό είναι το ορόσημο μας,
αυτό που μόλις είδατε διαβάζοντας…
…αυτό το μικρό ποίημα, ορόσημο.
Τόσο μικρό, όσο το εγώ μας.

Δημήτρης Ζ.

Ελεύθερος ταξιδευτής


Θα απλώσω τα φτερά του νου μου στις αχανείς εκτάσεις του κόσμου, μακριά από τη βουή της πολιτείας, θα οδηγώ τη μοναξιά μου με ίλιγγο μηχανής, θα ταξιδέψω στα πέρατα με άνεμο αλητείας!

Θα ατενίζω ορίζοντες σε ευθυτενείς λεωφόρους, φεγγάρι, δύση, ανατολή, σύντροφός μου ένα άστρο, οι φίλοι θε να με ψάχνουν και να ’χω απλήρωτους φόρους, το αεικίνητο θα κυνηγώ της ουτοπίας, το περιστέρι το άσπρο!...

Ένα συνηθισμένο απόβραδο, θα λείψω, θα μπω, έτσι για λίγο, λαθρεπιβάτης σε καραβιών τη ρότα και τρένων ονειροβάτης, απ’ τη ρουτίνα της δουλειάς κι από την πνιγερή αγάπη σου θε να ξεφύγω, θα δραπετεύσω από μια εικόνα ζωής, που έμοιαζε στημένη απάτη…

Ελεύθερος πια θα κυνηγώ του Ηλίου τη φλογερή αχτίδα, πυρπολημένος θα γεύομαι της αμαρτίας τα σκιερά άνθη του πάθους, την ηδονή σε μάτια, σε χώρες μακρινές θα λέω είδα, θα είναι η ζωή μου εναλλαγή τριαντάφυλλο με αγκάθι…

Σε βαθιές μυρωμένες θάλασσες και στήθη παρθένα δωρικά θα βουτήξω τα χείλη μου, σε δηλητηριώδη νερά θα ανάβουν θα σβήνουν οι ορμές, σα φεγγάρια τροπικά θα λιώνουν οι αναστολές, σαν ηφαίστεια πορφύρας…

Και σαν γυρίσω κάποτε, όταν ο κόσμος θα ’χει πια μικρύνει, θα σκύψω κατάχαμα και θα φιλήσω το αγαπημένο χώμα στην αυλή του πατρικού μου θα ’χουν φυτρώσει κατάλευκοι κρίνοι, θα γείρω πια να ξεκουραστώ στο παιδικό μου στρώμα!...

Και τότε όλη η γνώση μου απ’ το πολύχρονο ταξίδι τα βλέφαρά μου θα βαρύνει, θα στοχαστώ και χαρίζοντας τη σοφία σαν ένα πολύτιμο θαλάσσιο στρείδι, για πάντα πια θα κοιμηθώ, καθώς απ’ τα μάτια μου θα σβήνει ο ορίζοντας!...

Αργύρης Ντεγκούδης

Ο ταυρομάχος


Τρέξε πιο ξέφρενα, χτύπα πιο μανιασμένα,
απ’ τα ρουθούνια σου βγάλε βαθύ καπνό,
ταύρε, μινώταυρε, του μαύρου πόθου γέννα,
στάσου στο πλάγι μου, στο δείπνο το στερνό.

Ποιος ταυρομάχος είναι του έρωτα;
Ω, της αγάπης ολοκόκκινο πανί!

Στάσου στο πλάγι μου, συντρόφεψέ με μένα,
φάγε απ’ το κρέας μου και πιε κρασί κοινό,
ένα να γίνουμε· μαζί να γίνουμε ένα,
μέχρι τον πόνο σου να μάθω να πονώ.

Ποιος τούτ’ το ξίφος, έχει του έρωτα;
Ω, της αγάπης θανατερή μαχαιριά!

Κι όταν τον πόνο σου θα νιώσω στην αρένα
και τ’ άγιο κέρας σου μού μπήξεις στο ψαχνό,
ίσκιοι θα με τραβούν στα σκοτεινά τα ξένα
κι από τον ύπνο μου θ’ αρχίσω να ξυπνώ.

Παναγιώτης Θ. Τουμάσης