Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2009

Δεν έχει άλλους χειμώνες... Δεν έχει μάτια να στάζουνε...

Στιγματίζοντας το χθες, δείχνοντας με το δάχτυλο τι πήγε στραβά, αντιστηρίζεις την πεσμένη σου αντίληψη για μια αγάπη που ποτέ δεν σε άνοιξε.

Ατενίζοντας το χθες, κοιτάς το σήμερα, σαν αστρολόγος και υποστηρίζεις, ότι σου λείπει αυτό που την ψυχή σου δεν άγγιξε.

Αν μερικές φορές τα μάτια σου καίνε, σαν ζεστός άνεμος καλοκαιρινής νύχτας,
αν μερικές φορές αυτό που βλέπεις θολώνει και χάνεται φεύγει.
Είναι που το κρύο σε φόβισε παιδί σαν ήσουν.
Ή που γυρνούσες φοβισμένη στα ανύπαρκτα σπίτια των ονείρων σου.
Κάστρο σαν γίνανε οι σκέψεις...
δικές σου τις έκανες... πετραδάκια που κατασκεύασαν το δικό σου παραμύθι.
Το παραμύθι μιας ζωής που δεν έπαψε ηδονές να ζητά,
αλλά ποτέ δεν ξέχασε πως...

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009

Με τον τρόπο του Τσαρλς Μπουκόβσκι


Δε γλιτώνεις απ’ τους κριτικούς ό,τι κι αν κάνεις,
όσο πιο πετυχημένος γίνεσαι, τόσο σκληρότερη κριτική θα δέχεσαι,
ιδίως από κείνους που αποζητούν απεγνωσμένα ένα ψίχουλο απ’ την επιτυχία σου.
Νομίζω ότι αυτό που ενοχλεί πιο πολύ τους κριτικούς,
είναι να βλέπουν να πετυχαίνει κάποιος που ’ρχεται απ’ το πουθενά
κι όχι κάποιος απ’ τον ιδιαίτερο δικό τους κύκλο,
απ’ το σινάφι εκείνων που έχουν μονοπώλιο το χρίσμα.
Πάντα θα υπάρχουν κριτικοί
κι όταν πάψουν να υπάρχουν,
– αν σταματήσουν ποτέ –
τότε θα ξέρεις ότι τελείωσε η σύντομη μέρα σου στον ήλιο.

Τσαρλς Μπουκόβσκι

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 01, 2009

Προδοσία


Αφιερωμένο στην Νανά Τσούμα

Στην τάβλα το τραπεζομάντηλο να στρώσεις
και την πιατέλα βάλε πάνω με ψητό
κι ωσότου φάω και πιω, σύρε να με προδώσεις,
στης μαύρης κόλασης το μαύρο συρφετό.

Την νύχτα θα ’χεις αδερφή να προχωρήσεις,
τ’ αστέρια λαδολύχναρα πίσω να ’ρθείς
και το μεθύσι μου για να μ’ αργοπορήσεις,
με λόγια του έρωτα, πως τάχα με ποθείς.

Όταν θα μπούνε τα σκυλιά με τα μαχαίρια
και την κουλούρα μού περάσουν στο λαιμό,
εγώ σφιχτά θα σού κρατώ τα δυο σου χέρια,
τα χέρια τούτα, που μ’ ανοίγουν τον γκρεμό.

Ανεβασμένος θα σε δω σ’ ένα καμιόνι,
μέρες αργότερα να περπατάς σκυφτή,
λίγο πιο πέρα θα ’χουν στήσει την αγχόνη
κι ω, πόσος κόσμος θα ’χει αλήθεια μαζευτεί.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Δευτέρα, Αυγούστου 31, 2009

Κυνηγητό


Θαρρώ δεν είδες, απασχολημένη καθώς είσαι να ξετυλίγεις
το νήμα, την κόρη που σε κυνηγά, γάτα
και νιαουρίζεις χαρούμενα. Θα τής ξεφύγεις;
Δε θα τής ξεφύγεις; Είναι ξανθή, γαλανομάτα
και χοντρή. Κάτω στον κήπο,
γάτος αλήτης σε περιμένει, που τη στήνει
για σένα. Ακούς της καρδιάς του το χτύπο.
Κι είπες να τού πουν: «Δεν είμ’ εδώ, λείπω»!
Το κουβάρι, κατρακυλά στα πόδια του γάτου.
Τί θα γίνει; Παρακαλώ τί θα γίνει;
Θα παραδοθείς στην κόρη, ή θα πέσεις στην αγκαλιά του;

Της Μαρίνας Κοράλη

Η απόλαυση


Πλένοντας τα βρώμικά σου χέρια με coca-cola,
νιώθεις ότι η πολιτική υπερκατανάλωσης,
σε περικύκλωσε για τα καλά, σε αλλοτρίωσε.

Τι κι αν η ελπίδα πεθαίνει τελευταία,
εσύ, την υποκρισία αγκαλιά πάρε και φύγε
και στους βαρβάρους στείλε γράμμα ηλεκτρονικό.

Τα γοβάκια απ’ την ντουλάπα, έξω βγάλε
και ρυθμικά, εδώ και εκεί, τους γοφούς σου κούνα.
Απόλαυσέ το τουλάχιστον, μόνο αυτό απέμεινε…

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)


Τετραγωνισμός του κύκλου


Κι αν ο πυρετός ζαλίζει
κι όλα γυρίζουν κυκλικά,
ραγίζουν οι κύκλοι και πέφτουνε,
σαν απ’ το χέρι Ρωμαίων στρατιωτών,
μη λογαριάζοντας το κλάμα του Αρχιμήδη,
που ακόμα ακούγεται στο νησί
και πνέει το ρεύμα του αγέρα,
μιας ζωής που φλέγεται,
δαχτυλίδια φτιάχνοντας καπνού,
στ’ αρχέγονό της τετράγωνο...

Του Θανάση Μαλεζά

Πραγματικό παραμύθι


Τ' Αυγούστου εφάνη το στερνότατο φεγγάρι
και με κοιτάζει από μια τρύπα στο πατάρι.
Μπρος του, λικνίζεται με τα φτερά του ονείρου
κι όλα τα φώτα του, το σκάφος του Ροβήρου.

Τον Οδυσσέα περιμένει η Πηνελόπη
κι όλο ξυφαίνει το γεμάτο της το τόπι.
Ξοκέλλει εκείνος, στο παλάτι των Φαιάκων,
ν' ακούει της μοίρας του τους στίχους, έκων-άκων.

Με τη Χιονάτη, απ' τη δουλειά γυρνούν οι νάνοι
και μάγια η μάνα της, η μάγισσα, τής κάνει.
Να μην ξυπνήσει πια ποτέ της απ' τον ύπνο
κι αυτή έχει μοναχά το μήλο της, για δείπνο.

Ο Φερδινάνδος ντύνει με χρυσή κορδέλα,
τον τυχοδιώχτη που ποθεί την Ισαβέλλα.
Μετά, τού δίνει ένα καλάμι του θανάτου
κι ο Πάπας ευλογεί τ' αντραγαθήματά του.

Γοργά που διάβηκε τούτο το καλοκαίρι,
μπήκε φθινόπωρο κι αργότερα, ποιος ξέρει;
Μια φασολιά φυτρώνει στο δικό μου κήπο
κι άμποτε, αγάπη μου, θα 'ρθείς, εγώ θα λείπω.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Κυριακή, Αυγούστου 30, 2009

Η προφητεία της μαύρης αράχνης


Το πιάνο παίζει μοναχό του, τ’ αποκόσμου
κι οι φλόγες καιν, που μόλις είδατε, τα μάτια.
Στέκει η κοπέλα π’ αγαπώ, του διακόσμου
καταμεσής τ’ ανεμωτού, σ’ ακτίνα άδεια.

Κι η γη θ’ ανοίξει, μεσημέρι σκεπαστό,
μοναχοκόρη, απά στο μνήμα της υπαίθρου.
Οι κοιμωμένες θα ξυπνούν απ’ τον ατμό,
πίσω και μπρος μας, η κοιλάδα του ολέθρου.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου


Τετάρτη, Αυγούστου 26, 2009

Της ζωής οι επιλογές (Το δάκρυ του Κύκλωπα)



Κατασκευασμένες εμπειρίες, εγωιστικές αηδίες,
σημαντικά ασήμαντα και άλλα τέτοια!
Από μικρά παιδιά όμως, τον ουρανό βλέπουμε,
το σύμπαν ολόκληρο, σαν σπείρα,
να ξετυλίγεται, με κέντρο τα όνειρά μας.
Όλα, εγωιστικά φυσικά επακόλουθα,
μιας βιασμένης, επιθετικής φύσης,
με κυνηγετικά ένστικτα ριζωμένα στον πάτο της.

Τα μάτια μας, η ψυχή μας,
διαχωρισμένα υποσύνολα, ενώνονται κάθε που τύχει.
Νυχτερινής οράσεως φωτογραφικό κλείστρο.
Ανοιγοκλείνει μηχανικά, με ζηλευτή ακρίβεια.
Ψυχικό φιλμ, αντέχει περιορισμένη ποσότητα φωτός!
Αλήθεια η καρδιά μας, πόσο φως αντέχει;
Πόσο αντέχει να επιπλέει,
στο λιμναίο νερό της;

Όταν το ένστιχτο, αδιαφορήσει για την λογική,
ένα δάκρυ κυλάει από το μάτι του Κύκλωπα.
Κατεβαίνοντας στην μύτη του, διασπασμένο στα δύο,
ακολουθεί δύο χωριστούς δρόμους.
Ο κάθε ένας, τυχαία διαφορετικός
και οι σταγόνες, διαφορετικές είναι.
Η πρώτη, μοναδικά μαγική.
Η δεύτερη δεν περιέχει παρά H2O (υδρογόνο δύο οξυγόνο).
Η πρώτη, ραγίζει και ξανακολλά, γκρεμίζει και ξαναχτίζει, δίχως σταματημό.
Το δάκτυλο σαν ακουμπήσεις, στο στόμα και την γευτείς,
την ενσωματώνεις και δεν την ξεχνάς ποτέ πια.
Δημιουργημένη εμπειρία, αμαρτωλά κατασκευασμένη…
…όχι σαν αυτές που έτυχε να συμβούν.

Ο άνθρωπος μεγαλώνει παρέα με τα φυσικά επακόλουθα,
αυτά που απλά έτυχε να συμβούν γύρω του.
Μα… Δημιουργείται, πλάθεται, χαμογελά… με την έμπνευση και…
…την επιλογή των εμπειριών Του!

Ζηλευτό της φύσης δώρο,
το δικαίωμα να δοκιμάσεις το Πρώτο δάκρυ,
με λογική και συναίσθημα, με νου και καρδιά.
Όχι γιατί μόνον έτυχε…
…αλλά και επειδή εσύ το επέλεξες…

Με λόγια απλά, ποιητικά… νομίζω,
όταν το σκοτάδι στην γη έρθει,
ένα αυτοκίνητο με σβηστά φώτα,
μα ανοιχτή μηχανή, περιμένει στην γωνία, με ανοιχτή την πόρτα.

Κάποια φιγούρα το ξέρει, το έχει δει, λάμπει που το είδε!
Σιγά-σιγά, σχεδόν αθόρυβα, κινείται προς τα εκεί, στις μύτες…
Η καρδιά που τόσο θέλει… κοντεύει να σπάσει, τόσο αυτοκτονικά το θέλει.
Πιο πολύ και από την ίδια την ύπαρξή της!
Λαχταρά να γίνει ένα με τον Ξένο!

Όταν αυτό συμβεί, τα λόγια δεν έχουν θέση στον χωροχρόνο τους.
Με θαυμαστή μανία τα δύο στόματα,
χωρίς να έχουν ανταλλάξει λέξη,
ενώνονται, το μαγικό δάκρυ τα ένωσε!

Τα μάτια κλείνουν, πλέον οι δυο τους βλέπουν με τις καρδιές τους…

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Κραυγή


Επιβουλεύονται τη γη,
οι κυνηγοί,
καίνε τα δέντρα την αυγή,
καίνε τα σπίτια,
νεράκι μαύρο απ’ την πηγή,
ήλιος πιο μαύρος για να βγει,
επιβουλεύονται τη γη,
καίνε τα σπίτια.

Στ’ αποκαΐδια τρέμει η οργή
και δεν αργεί,
φεύγουν τα ελάφια κι οι λαγοί
με τα σπουργίτια
και τούτη η αγιάτρευτη πληγή,
για πάντα πια θα αιμορραγεί,
στ’ αποκαΐδια τρέμει η οργή,
καίνε τα σπίτια.

Πύρινη λαίλαπα η σιγή,
σαν οιμωγή,
προβαίνουν ένστολοι οι ταγοί
με τα σιρίτια,
μα πού να δώσουν διαταγή,
το ηφαίστειο βράζει να εκραγεί,
πύρινη λαίλαπα η σιγή,
καίνε τα σπίτια.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Δευτέρα, Αυγούστου 24, 2009

A Farewell to Nea Makri (Όχι, δεν είναι μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουέι)...


Η πανοραμική φωτογραφία λήφθηκε τα ξημερώματα σήμερα, στην περιοχή της Νέας Μάκρης. (κάντε κλικ πάνω στην εικόνα και ύστερα ζουμ στις λεπτομέρειες - η ανάλυση είναι πολύ καλή).

Η λεωφόρος είναι η Μαραθώνος. Στο βάθος παρατηρούμε το βουνό Πεντέλη, με μερικές από τις φωτιές. Δεν βλέπουμε όλες τις φωτιές, επειδή παρεμβάλλονται σπίτια και δέντρα. Η φωτιά εκείνη τη χρονική στιγμή (06:00 π.μ.) είχε κατέβει πολύ χαμηλά...

Τώρα πλέον δεν βρισκόμαστε εκεί (εγκαταλείψαμε το σπίτι μας) αλλά απ' την τηλεόραση πληροφορούμαστε ότι γίνονται υπεράνθρωπες προσπάθειες από πυροσβέστες, εθελοντές και κατοίκους, να σωθεί η πόλη.

"Είμαστε πανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε οτιδήποτε", δήλωσαν πριν από λίγο καιρό οι πολιτικοί μας και, απ' ό,τι φαίνεται είχαν δίκιο ως προς το οτιδήποτε. Πράγματι, με ανοργανωσιά, έλειψη επικοινωνιακής υποδομής, έλειψη εξοπλισμού, έλειψη έγκαιρης αντιμετώπισης, κατάφεραν να συμβούν τα πάντα.

Κατά τ' άλλα; "Ο στρατηγός άνεμος"!

Verse Monkey!

Υ.Γ.: Σχετικά με τη φωτογραφία, όταν κάνετε κλικ επάνω της, μετά χρησιμοποιήστε τη μπάρα (δεξιά-αριστερά) του browser σας, για να τη δείτε ολόκληρη. V.M.!

Σάββατο, Αυγούστου 22, 2009

Μέσα στο χρώμα των ματιών του...

Γράφει η Ελένη Νικ. Δάλλα

Έμοιαζε σαν να χανόμουν μέσα στο χρώμα των ματιών του σαν μια εικόνα χρωμάτων απο ένα πίνακα που μοναδικά ζωγράφιζε η φύση και το κρατούσα μέσα στα χέρια μου σαν μικρές στιγμές ευτυχίας που ήρθε απρόσμενα ακατάλυτα στην ζωή μου να μ’ εμψυχώσει να με συνεπάρει, να με ταξιδέψει στο άπειρο του νου μου, της καρδιάς μου το αίνιγμα να λύσει και ν’ αγγίξει την ψυχή μου όπως ένα ανάλαφρο φτερούγισμα σε κάθε πρωϊνό ξύπνημα εκεί έξω απο το παράθυρο του σπιτιού μου, κοιτώντας τα πουλιά να τιτιβίζουν. Απλές εικόνες γεμάτες αγάπη, προσμονή, θυσία στη ζωή να συνεχίσω να ξέρω ότι υπάρχω για κείνον κι’ ας μην υπάρχει πια. Όμως τις αναμνήσεις ο καθένας μας μπορεί να τις κρατά βαθειά μέσα του σαν ελεγεία, επίκλιση πόνου, θλίψης, μα πιότερο αγάπης, έρωτα πριν νυχτώσει, πριν οι σκιές μπουν αναμεσά μας πριν προλάβω να σου πω "ποτέ δεν έπαψα να σ’ αγαπάω" μ’ ένα δάκρυ να κυλά απαλά στις φωτογραφίες των αναμνήσεων δικών μου, δικών σου τι σημασία έχει!! όλοι μας έχουμε αγαπήσει, αγαπηθεί. Κρατάμε πάντα τις ωραίες στιγμές αφειδώλευτα σαν ευλογία, που γλυστρά, σκιρτίζει την ψυχή μας κοιτώντας την δύση του ήλιου.

(Από τη συλλογή, "Δύναμη ψιθύρων"). V.M.!

Τετάρτη, Αυγούστου 19, 2009

Κυκλάμινα


Κυκλάμινα, κυκλάμινα,
που κάνετε όνειρα μηδαμινά,
πώς υπομένετε αλευτέρωτα,
το μαύρο χωρισμό που δε ρωτά.

Μόν’ να κινά, μόν’ να μηνά,
μόν’ να μονεύει αγάπες να μην, α·
κι αυτές με δάκρυα κλαιν ανέρωτα,
τα βράδια τούτα, τ’ αξημέρωτα.

Και να ’μεινα, και να ’μεινα,
μαζί με σένα λίγα εξάμηνα,
ξανά είμαι μόνος κι αφανέρωτα,
ποθώ τα χάδια σου τα φτερωτά.

Ποιαν άμυνα, ποιαν άμυνα,
να βρω ν’ αντέχει σε υψικάμινα,
μπροστά στα πόδια σου ως να φέρω τα
φιλιά μου, κάρβουνο απ’ τον έρωτα.

Κυκλάμινα, κυκλάμινα,
τα γλέντια κόπασαν κι οι γάμοι, να
και πώς παλεύετε αλευτέρωτα,
το μαύρο θάνατο που δε ρωτά.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Ψυχώ


Το κορίτσι μου διασκεδάζει πιέζοντας στα χέρια της
τις ουροδόχους κύστες των ακίνδυνων.
Μου φέρνει ν’ ακούω σε κασέτες
τα μυστικά των φιλενάδων της,
για να μπορώ έτσι να τις χτυπάω από μέσα.
Το κορίτσι μου κοιμάται σε μισοκατεστραμμένες ντισκοτέκ
και με χαϊδεύει τρυφερά όταν έχω πυρετό.
Το κορίτσι μου φοράει αρώματα-διαδρόμους στο χτες
και κλαίει για τον άδικο χαμό του.
Το κορίτσι μου πεθαίνει,
κάθε φορά που βγάζω την περούκα και το στηθόδεσμο.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου

Ο υπόγειος καημός


Ο πόλεμος των γενεών, θυμός·
Τηλεφωνικής σαρκός, ο κήπος.
Βοηθά την αναπροσαρμογή,
θέλει την ανακατάταξη.

Ο υπόγειος των αγελών, καημός,
με τα κινητά στο χέρι όλη μέρα,
μοιρολογεί το χθες, αυτο-αναφλέγοντας
… κάθε ελπίδα, κάθε ζωντάνια.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Άγνωστη κλέφτρα


Άγνωστη κλέφτρα μού ’χει κλέψει την εξά
και σκλαβωμένη τη γυρνά ζερβά-δεξά,
σε βουλεβάρτα ξένα τήνε διαλαλεί,
να τη μοσκοπουλήσει ξύδι και χολή.

Σέρνει το πλούτος μου, πομπεύει μου το βιος,
σκούζει σαν σπίνος, ξεγλιστρά σαν κοκωβιός,
μα την καρδούλα μου την σπρώχνει πιο μπροστά,
που τ’ όνομά της, στο ρυθμό της, λέει σωστά.

Εγώ, ένα τσέμπαλο αλαλάζον κι αδειανό,
τη μια τη βρίζω, τη μια την ευγνωμονώ
κι ας μην την ξέρω κι ας μην πια πονώ γι’ αυτή
κι ας πάνε χρόνια που δε μ’ έχει ονειρευτεί.

Του Θανάση Μαλεζά

Δευτέρα, Αυγούστου 17, 2009

Αγνώστου ποιητικού αιτίου

Γράφει ο Βασίλης Μιχ. Κομπορόζος

Μόνος για καφέ σε καφετέρια με θέα έναν πεζόδρομο, αγχωμένους περαστικούς και ανέμελους αργόσχολους, σαν εμένα τώρα δηλαδή. Μου ζητήθηκε να γράψω ένα άρθρο – μικρό, μεγάλο, δεν ξέρω ακόμη – για την ποίηση. Έτσι γενικά; Έτσι γενικά. Μου ζητήθηκε; Από ποιον, θα αναρωτηθείτε; Το ποιητικό αίτιο (για να θυμηθούμε λίγο τα σχολικά χρόνια) το αγνοώ αλλά υπόσχομαι να το βρω, αν και θυμίζει πολιτική δέσμευση το ρήμα αυτό και στην ποίηση δεν συνάδουν τέτοια σχήματα λόγου. Και ποιος θα το δημοσιεύσει; Και ποιος θα το διαβάσει, θα αναρωτηθεί ο φιλύποπτος αναγνώστης; Νοηματοδοτεί τίποτα η ποίηση στον κόσμο της πληροφορικής και της γενετικής; Χιλιοειπωμένο βεβαίως αυτό, ‘κλισέ’ σε άπταιστα ελληνικά. Όπως κλισέ είναι και το επιχείρημα της έλλειψης χρόνου για το διάβασμα βιβλίων όθεν και για το διάβασμα ή καλύτερα τη μελέτη της ποίησης. Αιθεροβάμονες που αυτο-αποκαλούνται ποιητές. Και μένει η ποίηση ένα παιδικό ανάγνωσμα των σχολικών χρόνων μας, μια ευχάριστη η δυσάρεστη (ως επί το πλείστον φοβάμαι για τους περισσότερους) ανάμνηση ή κάποιες φορές γίνεται απαγγελία στη φαρέτρα πολιτικών ή ‘διαβασμένων’ απλά για να πουλήσουν γνώσεις και να επιδειχτούν. Είναι μια από τις πολλές αντιφάσεις της εποχής (ένα ακόμη κλισέ) ότι ελάχιστοι διαβάζουν ποίηση αλλά όλοι σχεδόν θα θεωρήσουν προτέρημα του χαρακτήρα τη γνώση κάποιων στίχων και λίγων ονομάτων κάποιων ποιητών.

Αλήθεια θυμούμαστε άραγε ότι ποίηση βγαίνει από τη λέξη ποιώ, πράγμα δηλωτικό της ταύτισης της με την δημιουργία; Στο μυαλό μας βέβαια ταυτίζεται συνήθως απλά και μόνο με τη δημιουργία ομοιοκαταληξίας και σε στιγμές ποιητικού οίστρου δημιουργούμε κάποια ομοιοκάταρκτα στιχάκια και τα ονομάζουμε ποίηση. Κανείς βέβαια δε χαρακτήρισε ποτέ ποίηση τους στίχους των σουξέ (άλλη μια κλασσική ελληνική λέξη) αλλά αυτοί έχουν πλειάδα ένθερμων οπαδών σε αντίθεση με την ποίηση η οποία βρίσκεται κάπου κρυμμένη στις βιβλιοθήκες και στα ξεχασμένα σεντούκια του σχολικού μυαλού μας. Φταίει σίγουρα και το σχολείο αν με τον όρο ποίηση εννοούμε ομοιοκατάληκτα τετράστιχα και τίποτα παραπάνω. Δεν έχω όμως καμιά διάθεση να παριστάνω τον κατήγορο ούτε να στηλιτεύσω το ‘σύστημα,’ η εύκολη δικαιολογία για τη δική μας ατολμία. Άλλωστε σάμπως δε φταίνε και οι ποιητές οι οποίοι αποκόβονται από τον ιστό που τους τροφοδοτεί με έμπνευση, με ποίηση; Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν θέλω να κατηγορήσω – ούτε μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο βέβαια – ρεύματα ποιητικά. Σίγουρα αυτά ήταν, είναι και θα είναι φύσημα ανανεωτικό στην αναπνοή της ποίησης, ένας λόγος παραπάνω να διαθέσουμε κάποια ευρώ στα βιβλιοπωλεία. Θα μου πείτε τώρα; Και τι να κάνει ένας ποιητής (καθιερωμένος ή εκκολαπτόμενος); Να πάρει την ντουντούκα και να βγει τελάλης έξω στους δρόμους, πράγμα δυνατό μόνο ως σενάριο σατιρικού έργου;

Υπάρχουν πιστεύω πολλοί που αγαπούν την ποίηση αλλά δεν το δηλώνουν γιατί φοβούνται μήπως χαρακτηριστούν χαζορομαντικοί ενώ αν δηλώσεις οπαδός αστεριού ‘ριάλιτυ σόου’ τότε θα θεωρηθείς μοντέρνος, ‘κουλ’! Η ποίηση για τους φαντασιοκόπους, γραμμένη από λαπάδες, για να μην ξεχνάμε να διαδόσουμε και άλλο την περίφημη πια φράση γνωστού πολιτικού. Σίγουρα θέλει αυστηρή προσήλωση η ανάγνωση ποίησης, συγκέντρωση και διαύγεια. Για κάποιον μη μυημένο βέβαια (αν και πολύ αποκρυφιστικό ακούγεται αυτό), η ποίηση (κυρίως η σύγχρονη) ενδέχεται να φανεί στην αρχή παράδοξη, ‘άρες μάρες κουκουνάρες’ επί το λαϊκότερον. Στην πορεία ωστόσο μπορεί να ενεργοποιηθούν τα μύχια εκείνα κύτταρα της ψυχής μας που αποζητούν το υπερβατικό και η ποίηση μπορεί να αποτελέσει άρωμα υπερβατικότητας και αχτίδα του αιώνιου. Σιγά σιγά η ραθυμία και η έλλειψη διάθεσης μπορεί να μεταβληθεί σε αγάπη για την ποίηση. Γιατί η ποίηση είναι αγάπη και έρωτας. Έρωτας της ζωής, της φύσης που κουβαλούμε μέσα μας, του αιώνιου που λανθάνει στο αίμα μας, ένα σκίρτημα πόθου για ένωση με τα μυστικά της χαράς και της ψυχικής ευδαιμονίας, μια γραφή από το Άπειρο.

Εδώ δεν έχω χρόνο για βόλτα, ποιήματα θα διαβάσω, θα πούνε πολλοί. Σίγουρα, αλλά κανείς δεν ισχυρίζομαι πως πρέπει να διαβάζουμε ποίηση αλλά ότι είναι κάτι ωραίο, μία τέχνη απαύγασμα του έρωτα και του άριστου με την αρχαιοελληνική έννοια. Για μένα η συγγραφή της ποίησης μου θυμίζει λίγο την αναζήτηση της μυθολογικής (ή μήπως υπαρκτής;) Ατλαντίδας. Δεν ξέρεις ποτέ αν θα φτάσεις στον επιθυμητό στόχο (την εύρεση μιας μεγάλης έμπνευσης και τη δημιουργία κάτι ωραίου) ενώ δεν γνωρίζεις καν αν όντως υπάρχει μέσα σου μεγάλη η δυνατότητα για τον εντοπισμό και τη χρήση μιας τέτοιας έμπνευσης. Απλά προχωράς με σύμμαχο το όποιο ταλέντο σου και τις ενδείξεις για το όποιο χάρισμα τέλος πάντων διαθέτεις. Ο αναγνώστης όμως μπορεί μέσα από ένα ποίημα να βρει όντως μια Ατλαντίδα η οποία και θα του υπενθυμίσει λησμονημένες και λανθάνουσες δυνάμεις που έχει μέσα του με κυριότερη την Αγάπη, την ανώτερη δύναμη και αξία, το πρωτεύον χαρακτηριστικό του (ξεχασμένου απ’ όλους μας – ακόμη και από κάποιους ιερωμένους) Θεού του ‘αγαπάτε αλλήλους’ και του ‘ουκ ενι Ιουδαιος ουδε Ελλην, ουκ ενι δουλος ουδε ελεύθερος, ουκ ενι αρσεν και θηλυ…. (Προς Γαλάτας, γ’, 28)

Σταματάω εδώ γιατί φλυάρησα μολονότι θα ήταν ίσως απλούστερο (και καλύτερο!) να παρέθετα κάποια ποιήματα μεγάλων ποιητών. Ο άνθρωπος όμως έχει την τάση να κάνει το εύκολο δύσκολο και τελικά καταλήγει σε τετριμμένα, ίσως γιατί το εύκολο και το απλό να είναι δυσκολότερο τελικά και να αρνούμαστε να το παραδεχθούμε. Με όλα αυτά, ξέχασα να παραγγείλω καφέ και ο σερβιτόρος για άγνωστη αιτία δεν έχει έρθει ακόμη στο τραπέζι μου και εγώ δεν αντέχω άλλο γιατί για μένα ποίηση είναι και ένας καλός καφές.

(Τόπο και χρόνο που το έγραψα, δεν θυμάμαι!). Β.Κ.

Χαμένο δειλινό


Όλα αυτά που καθημερινά χάνεις,
κρασί παλιό, που ποτέ δεν ήπιες
και για αυτό πονάς.

Όταν το χαμόγελο ψάχνεις…
σημαίνει ότι το είχες
και το εκτιμάς.

Η σημασία του απλού,
ονειρεμένη ζωή ευτυχίας,
ολοστρόγγυλος ήλιος δειλινού,
χαμένος στον ίσκιο απρόσμενης αποτυχίας.

Η ηδονή του νου,
σημαντικότερη της σάρκας.
Πλέει το σώμα ρυθμικά
στον κυματισμό μιας βάρκας.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Παρασκευή, Αυγούστου 14, 2009

Η γοργόνα


Απ’ το κύμα βγήκε
κι απ’ τη θάλασσα
κι ήρθε και σας βρήκε,
μες στη σάλα σας,
με τα κοκκινάδια
της, που βάφεται,
βάφει τα τετράδια
σας, που γράφετε,
τόσο σας θυμώνει
που φωνάζετε,
στη γωνιά ζαρώνει
και τα χρειάζεται!

Ζει μέσα στο σπίτι,
σαν τ’ αερικά,
κάθε που ’ναι Τρίτη,
κάνει σαματά,
κρύβεται συνήθως
στο ντουλάπι σας
και τη θρέφει ο μύθος
της αγάπης σας,
αγαπάτε μι’ άλλη,
δώδεκα χρονώ,
που ’χει τ’ άστρα κάλλη
και τον ουρανό!

Κλαίει με μαύρο δάκρυ,
δίχως να πονά,
χάνεται στα μάκρη
και ξαναγυρνά,
είναι στις γοργόνες
η βασίλισσα
και γι’ αυτήν οι αιώνες
ματοκύλησαν,
σεις, πάλι, με μίσος
δεν τη θέλετε,
είστε ο ήλιος ίσως
κι ανατέλλετε!

Της Μαρίνας Κοράλη

Παρασκευή, Αυγούστου 07, 2009

Ο Έννιο Μορικόνε στην Αθήνα

Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Πρέπει να περνάς στ’ αλήθεια πολύ άσχημα, για να θες να ψυχαγωγείσαι συνεχώς, χωρίς διάλειμμα. Όλα γύρω μου, έλεγαν «κόψ’ το λαιμό σου, έτσι έχουν τα πράγματα. Είναι δράμα». Κοίταξα τη φωτογραφία του maestro στο πρόγραμμα κι αυτή μου ’λεγε το ίδιο.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, αρχαϊκή φωλεά ψευτών και τεχνοκρατών, μαζί και απλού λαού που αποζητούσε μια στιγμή σπουδαιότητας. Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται στα κράσπεδα, τελευταία στιγμή. Όλοι όσοι είχαν να φοβηθούν κάτι από τη μουσική του maestro, ήταν απόψε εκεί. Γυναίκες επίσημα ντυμένες και άντρες υπέρμετρα ανεκτικοί στην γκρίνια και στις υποδείξεις των συζύγων τους. Νεολαίοι από σπίτια «διαβασμένων» γονέων της αριστεράς (βεβαίως) και μοναχικές γερόντισσες με φοιτητικό ρουχισμό, ήταν το κοινό. Ό,τι περίμενα, και κάτι χειρότερο.

Ο συνθέτης των ύπουλα δολοφονημένων αντρών, που πλήρωσαν ακριβά το ότι αψήφησαν μια «φιλική» προειδοποίηση από πολύ ψηλά, ήταν και πάλι στην Αθήνα. Ήταν 80 χρονώ και γνωστός στα πέρατα του κόσμου με το έργο του να έχει μείνει ήδη κλασσικό. Τύχη και συγκυρία τον είχαν περιποιηθεί εναλλάξ.

Καθίσαμε απάνω-απάνω, μιας κι είχαμε βγάλει το φτηνό εισιτήριο. Δύο σειρές πιο κάτω, ο Μιχάλης και η μάνα του, που αργοπόρησε κι έτσι δε βρήκε (ούτε και του κράτησα) θέσεις δίπλα μας. Μόλις κάθισε, γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. Εγώ πήρα ένα επιτηδευμένο σιτσιλιάνικο ύφος και του είπα με τον πρόστυχα πατρικό τόνο ενός Δον: «Άλλαξα τη θέση μου με τη δική σου Μικέλε· έμαθα πως απόψε θα γίνει απόπειρα εναντίον μου. Είπα να τους μπερδέψω λίγο. Καταλαβαίνεις ελπίζω ε»; Εκείνος χαμογέλασε με νόημα. Η μητέρα του από δίπλα δεν το βρήκε καθόλου αστείο.

Η Ρωμαϊκή ορχήστρα άρχισε να καταλαμβάνει κομψά τις θέσεις της. Πιο πάνω, η χορωδία του Δήμου Αθηναίων σε παράταξη ευγενούς εμπροσθοφυλακής. Πιο γνώριμος απ’ όλη αυτή τη φιέστα επισημότητος ήταν ο ψαρομάλλης μπασίστας, που θα έπαιζε το ηλεκτρικό μέρος, όπως και αν θα συνόδευε μια μπάντα τεσσάρων ατόμων. Αυτός ήταν το σημείο συνάντησης του maestro με το μερακλίδικο παρελθόν του.

Τελευταίος ανέβηκε ο maestro με σταθερό βηματισμό και τον αέρα του θρύλου ενός αιώνα στα πράγματα. Δεν χώνευε κανέναν μας, ήταν βέβαιος πως οι περισσότεροι εκεί μέσα ήταν αγροίκοι που απλώς είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο. Δεν είχε άδικο. Η έναρξη έγινε με τον Σίκιλο, ένα υποτονικό αρχαϊκό σάλπισμα με κάποια συνωμοσιακά ξεσπάσματα στο γνώριμο ύφος του συνθέτη, μα ήταν προφανής η χόρταση του δημιουργού, που δεν έψαχνε πια να αποδείξει τίποτα στον εαυτό του. Η αττική νύχτα είχε πέσει γύρω. Οι φωτισμένες αρχαιότητες του Παρθενώνα μαζί με ένα υποβλητικό αίσθημα «προσοχή! Μην αγγίζετε», με βάρυναν εκεί μέσα, στον τόπο των προγόνων μας.

Μόλις ολοκληρώθηκε ο Σίκιλος, ο maestro έχοντας εισπράξει τη χλιαρή του ανταμοιβή έκλεισε απότομα το μαύρο ντοσιέ με την παρτιτούρα, εις ένδειξιν ίσως προσωρινού εκνευρισμού. «Maestro, παίξε το Dimenticare Palermo, για κείνο τον υποψήφιο δήμαρχο που δολοφονήθηκε γιατί δεν πήρε το λόγο του πίσω. Εκείνο ήταν μουσική», σκέφτηκα. Αντί γι’ αυτό, η Άγρια Δύση ήχησε συμφωνικά χωρίς τις αλανιάρες τρομπέτες της αυθεντικής ηχογράφησης, αλλά και πάλι έκανε το σαματά της.

Ακολούθησε το θέμα από τη Συμμορία των Σικελών, κάπως βιαστικά παιγμένο μα πάντα νοσταλγικά ειλικρινές. Η Αθηναϊκή χορωδία πήρε μπροστά με το Come Maddalena (οι Έλληνες διαπρέπουν έξω), σε μια γενναία στιβαρή εκτέλεση με μοναδικό πρόβλημα την ένταση, που έφτανε μέχρι τα μισά του θεάτρου. Να γιατί η καλή μουσική δεν πρέπει να συχνάζει σε αρχαία θέατρα, υπόκειται σε κανονισμούς.

Στο διάλειμμα, πρόσεξα πως δεν υπήρχε χώρος για φλερτ μεταξύ των θεατών. Μια ασφυξία πολιτισμού, μας έκλεινε το στόμα από παντού. Το δεύτερο μέρος, άνοιξε με τους τίτλους έναρξης των ΑΔΙΑΦΘΟΡΩΝ (χαρά εγώ!). Μηχανορραφία και καγχάζων θάνατος μαζί με ένα καταιγιστικό τύμπανο μαφιόζικης ενέδρας, μας υπενθύμισε για μια στιγμή ποιον είχαμε μπροστά μας. Ύστερα, πλάκωσαν κάτι πολύ ανάλατα θέματα από τις ταινίες του Bolognini που άφησαν τους πάντες αδιάφορους. Σε έκανε να απορείς που από τόση καλή μουσική διάλεξε τούτες τις αδυναμίες για να παρουσιάσει. Όλο το fortissimo από τους ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΥΣ, μας το ’χε πάρει πίσω.

Τελείωσε το επίσημο πρόγραμμα με μια ειδική μνεία στην υπερεκτιμημένη ΑΠΟΣΤΟΛΗ του Joffe (όλα σε χαμηλή ένταση. Τα κράσπεδα πάνω απ’ όλα)! Bonus tracks, η επικότατη Έκσταση του Χρυσαφιού και το οργανικό Σάκο και Βαντσέτι. Τα φώτα άναψαν, όπως λέμε «άντε σπίτια σας τώρα».

«Έι maestro! Ο Nino Rota είναι νεκρός και ο Verdi αραχνιασμένος. Μονάχα εσύ απέμεινες», φώναξα για να ζητήσω τη χάρη, «παίξε τους τίτλους του ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΑ ή κάτι απ’ την ORCA έστω». Ο maestro ούτε συζήτηση. «Κόψ’ το λαιμό σου», μου ’λεγε σαν κάποιος που νοιάζονταν να ικανοποιήσει την μπροστινή σειρά των καθισμάτων μόνο.

Βγαίνοντας δεν ήξερες αν αυτό που περίμενες είχε συμβεί ή όχι. Ο κόσμος δεν έφευγε ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος· έφευγε απλά ο ίδιος. Όσο για το Dimenticare Palermo;
«Χα! Να ξεχάσεις το Παλέρμο».

Σάββατο, Αυγούστου 01, 2009

Δεύτερη έκδοση του βιβλίου του Νίκου Μπατσικανή "Στον Παράδεισο"


Το βιβλίο του φίλου μας Νίκου Μπατσικανή "Στον Παράδεισο", διηγήματα, κυκλοφόρησε σε β΄ έκδοση, από τις εκδόσεις "Γαβριηλίδης".

Διατίθεται από τα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας: "Πατάκης (Ακαδημίας), Εστία (Σόλωνος), Πολιτεία (Ασκληπιού), Ιανός (Σταδίου)" κ.ά.

Πρόκειται για 4 ιστορίες μέσα από τη ζωή που συγκινούν και διασκεδάζουν, σε μια φρέσκια εκδοχή, των 80 σελίδων, με πολύ ωραίο εξώφυλλο.

Παρά την κρίση που περνάει το βιβλίο, η επανέκδοση των διηγημάτων αυτών, μετά την επιτυχημένη πορεία τους, δείχνει το πόσο σπουδαία είναι, και αξίζει να τα απολαύσουμε όλοι μας.

Verse Monkey!

Σημείωση: Στη φωτογραφία, βλέπουμε το εξώφυλλο της α΄ έκδοσης. V.M.!

Σ' αναζητώ


Σ’ αναζητώ σε μέρη που ζωγράφισα,
σαν κείνα που πικρή μια νύχτα σ’ άφησα
και που ποτέ ξανά δεν τα επισκέφτηκα,
μα πήραν ζωή μονάχα που τα σκέφτηκα.

Εκεί λοιπόν θα φτιάξω καταφύγιο,
το χρόνο μου να σπρώχνω τον επίγειο
κι όλη η ψευτιά θα γίνεται η αλήθεια μου,
σαν ακουμπάς το μάγουλο στα στήθια μου.

Του Θανάση Μαλεζά

Η ζωή


Αφιερωμένο 2

Η ζωή χωρίς την αληθινή φιλία
αδειάζει, απογυμνώνεται.
Έτσι γυμνή σαν βγαίνει στους δρόμους,
από άδειους ανθρώπους αποθεώνεται.

Η ζωή χωρίς το αληθινό χαμόγελο
μοιάζει συννεφιασμένη λίμνη.
Όπως συννεφιασμένα τα πρόσωπα της πόλης,
σκεπάζουν την κακομοιριά της.

Η ζωή χωρίς χάδι…
λυγμός μικρού παιδιού…
…δυναμώνει…
…διαδηλώνει…
…με τον τρόπο του.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Στο cinema


Αφιερωμένο

Όταν το ένστιχτο ακολουθήσεις δυο φορές
και τα αυτιά σου, σφραγίσεις στις σειρήνες
παρέα με τους ήχους της σιωπής, θα θυμηθείς,
πως μεγαλώνοντας, στερεύουν τα ποτάμια.

Όταν το βλέμμα σου αγαπήσει, το όμορφο
και από το πλάνο ό,τι περίσσεψε, αφαιρέσεις,
κρυμμένο μέσα στα όνειρα σου θα με βρεις
και τα καλά σου ρούχα, για μένα θα φορέσεις.

Ίσως για πάντα οι αισθήσεις, μείνουν έτσι, παγωμένες,
σαν μία εικόνα χαλασμένου cinema
μονότονη η εικόνα κι η σιωπή κι ο ήχος μένουν,
μα πιο καλύτερα απ’ τα μαύρα δειλινά.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Ο φίλος


Ο άνθρωπος θέλει τον θεό, σε ανθρώπινο μέγεθος,
όχι για να τον προσβάλει, μα για να τον κάνει φίλο του.
Έτσι, πιο εύκολα τη σημασία της ύπαρξής του νιώθει.
Η μοναδιαία αναγωγή του υπερφυσικού, τόσο σοφή ιδέα!

Θεϊκή ομορφιά, θεϊκή δύναμη και σκέψη,
όπως η φιγούρα που τα πρωινά ακολουθάς.
Τόσο όμορφο να περπατάς μαζί της!

Ανθρωπομορφώνοντας το θεικό,
απομυθοποιείς το άφταστο,
κατανοείς το σύμπαν.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Μοιρολόγι


Στο πηγά- πήγα, καλέ μ’,
στο πηγάδι πήγα βράδυ,
στο πηγάδι πήγα βράδυ
κι είδα κόσμο στο πηγάδι.

Μ’ οδηγά- πήγα, καλέ μ’,
μ’ οδηγάνε στο σκοτάδι,
μ’ οδηγάνε στο σκοτάδι,
το φιλί σου και το χάδι.

Και λυγά- πήγα, καλέ μ’
και λυγάν τα πόδια ομάδι
και λυγάν τα πόδια ομάδι,
που κοιμήθης στο πηγάδι.

Ποιος τρυγά- πήγα, καλέ μ’,
ποιος τρυγά ψυχές στον άδη,
ποιος τρυγά ψυχές στον άδη
κι έχω την ψυχή ρημάδι.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Ο ήλιος


Πώς να μην προσέξεις τον ήλιο το πρωί σαν βγαίνει
την φύση καλημερίζει και τους πάντες απλόχερα.
Πώς να μην αγαπήσεις το κελάηδισμα πουλιών
ακόμη κι αν σε πόλης πίνουν νερό τα βρομόνερα.

Γιατί να μην αγαπήσεις την ζωή, όταν φίλους έχεις,
μια καλημέρα να σου πουν, κι αυτό αρκεί…
… και περισσεύει ίσως, γιατί…
..πηγή αγάπης η φιλία, που ποτέ δεν στερεύει,
όσα χρόνια κι αν περάσουν, οι φίλοι σε περιμένουν υπομονετικά.
και συ το ίδιο κάνεις.

Λένε ότι τα ωραιότερα ποιήματα για την ανατολή,
με συννεφιά γράφτηκαν ή βράδυ.
Κι όμως χρόνια περίμενα αυτόν τον Ήλιο.
Και την ξαστεριά περίμενα και ήρθε.
Λαμπερός σαν εμφανίστηκε, όλους μας ζέστανε ακαριαία.
Φτάνει για όλους…
… και περισσεύει…
απόλαυσέ τον, δωρεάν της φύσης Δώρο.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Της εποχής μου ο Όμηρος


Ποιήματα πολλά δεν θέλω να διαβάζω·
φτάνουν λίγα και αυτά που διάβασα μικρός.
Δεν θέλω να μπερδευτώ, ούτε το φως τους θέλω.

Όταν οι σκέψεις σαν κόμπος γίνουν, θυμώνω
και γράφω…
Οι λέξεις γίνονται βαγόνι, συρμός, άνεμος.

Μου φτάνει ο Όμηρος της εποχής μου.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Καλωσόρισμα από την Ελένη Νικ. Δάλλα


Αγαπητοί μου φίλοι που παρακολουθείτε αυτό το site,

Ένα ζεστό καλωσόρισμα και ιδιαίτερα στους φίλους που έμειναν στην Αθήνα προς το παρόν, ή για χ λόγους δεν θα κάνουν διακοπές.

Πιστέψτε με, η Αθήνα τους ζεστούς μήνες Ιούλιο Αύγουστο δεν είναι και τόσο άσκημη όπως πολλοί θέλουμε να πιστεύουμε. Σε ώρες ξεκούρασης και μικρής απόδρασης σε κοντινές παραλίες, μπορείς να νοιώσεις όμορφα και όχι μόνο. Στη βεράντα του σπιτιού σου με καλούς φίλους να πίνεις το ουζάκι σου και να κουβεντιάζεις, λίγο απ΄όλα πολιτική, μόδα, μέχρι και σπόρ. Εκείνο που έχει σημασία είναι όταν είμαστε κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα ας μην ξεχνάμε κάπου-κάπου να τους λέμε μια τρυφερή λέξη, ένα ζεστό χαμόγελο, μια ανοιχτή αγκαλιά, ένα ευχαριστώ που υπάρχουν στην ζωή μας, και το καλοκαιράκι θα περάσει κι αυτό όπως τόσα άλλα. Κι αν δεν τα καταφέρουμε να κάνουμε διακοπές, θα απολαύσουμε ένα Αυγουστιάτικο φεγγάρι στην Αθήνα μας, που θα μιλήσει στην ψυχή μας.

Σας ευχαριστώ για την αγάπη σας.

Ελένη Νικ. Δάλλα

Πέμπτη, Ιουλίου 30, 2009

Λαχανοντολμάδες από την Νανά Τσούμα, Ν.Ε.Τ. 105,8 FM


Η Νανά Τσούμα (http://nanatsouma.blogspot.com), στην προχθεσινή ραδιοφωνική της εκπομπή "Κάτω απ' το κιόσκι" μας κέρασε υπέροχους λαχανοντολμάδες!... Επιφυλασσόμαστε να ανταποδώσουμε το συντομότερο δυνατό με κάτι πολύ Άλφα! Δυνατό, δηλαδή.

Verse Monkey!

Υ.Γ.: Θυμίζουμε πως η εκπομπή της Νανάς "Κάτω απ' το κιόσκι" είναι ραδιοφωνική και προβάλλεται από την Ν.Ε.Τ. 105,8, κάθε βράδυ στις 23:00-00:00, πλην Σαββατοκύριακου. V.M.!

Ο δρόμος των εκατό σιωπών


Αφού ήταν να χαθείς, κι εγώ λοιπόν,
στο δρόμο δε θα βγω ξανά για σένα,
το δρόμο αυτό των εκατό σιωπών,
που διάλεξες να πας χωρίς εμένα.

Στην πόρτα του σπιτιού μας την κλειστή,
ποτέ πια δε θ' αφουγκραστώ να μπαίνεις,
με τον καιρό κι αυτή θα γκρεμιστεί,
γιατί στο σπίτι τούτο δε θα μένεις.

Σ' ερείπια και χαλάσματα θα ζω
και θα 'χω δυο γατιά για να τα βρίζω,
οι γείτονες θα λένε, «τι χαζό!»
και θ' απορούν που δε μετακομίζω.

Και μιαν ημέρα κρότων κι αστραπών,
ξωπίσω σου θα 'ρθώ στον ίδιο δρόμο,
το δρόμο αυτό των εκατό σιωπών,
μ' ό,τι δικό σου κράτησα, στον ώμο.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Ερωτικοί ήχοι και μελωδίες


Η μεγάλη χωρητικότητα της γνώσης,
με οδηγεί, με κλειστά μάτια στο μέλλον.
Η μελωδία της, όταν καθρεπτίζεται μόνη σε νερό,
θέτει αυτόματα ερωτευμένο, όποιον την αγαπήσει.

Κιθάρας ήχος, ζεσταίνει τα κρύα βράδια
και δημιουργεί μητρική ατμόσφαιρα, η μελωδία, το μωρό της κοιμίζει.

Τα καλοκαίρια σαν κάθομαι με φίλους να πιω δυο ποτά,
νοσταλγώ τον χειμώνα, την παγωνιά.

Οι κρύοι και απόμακροι κανόνες της κοινωνίας αντικατοπτρίζουν τον φθόνο,
άγονη γραμμή λεωφορείων, που οδηγεί σε απρόσιτους προορισμούς.

Απαραίτητα, πολλές φορές συμβιβαζόμενος, φθείρομαι.
Ανασκουμπώνομαι κάθε που με ενοχλεί κάτι.
Αναστατώνομαι όταν μια φιλενάδα απ’ το χθες με θυμηθεί.
Τα όρια της φιλίας με δυσκολία, κρατούν σε απόσταση το πάθος.

Όταν δυο σώματα, ψάξουν το ένα για το άλλο,
οι νύχτες ομορφαίνουν, λάμπουν, αρώματα αναβλύζουν και μουσικές και ήχοι.
Δεν μετρά αν χειμώνας είναι ή καλοκαίρι θα ’ρθει.
Ούτε ο χρόνος μετράει, ούτε ο χώρος, ούτε τίποτε.
Η κλίμακα της έλξης στρεβλώνει απρόσμενα την πραγματικότητα.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Δευτέρα, Ιουλίου 27, 2009

Ούτις!


Πολύφημε
που φήμη απέκτησες
τυφλός, καημένε!
Το μάτι σου φως
δεν ήτανε καημένε.
Μόνο μια σπασμένη ίριδα
κι έσταζε πάνω της
το αίμα των συντρόφων
του Κανένα!
Κύκλωπα, σκότος σε κύκλωσε
με την ανήλιαγη τρίαινά του
κι η τρίαινα του πατέρα σου
ανίσχυρη ήταν
να σου δώσει φως!
– Τι θεός ήταν; –

Τι να την κάνεις
τώρα τέτοια φήμη
αλυσοδεμένη
στη δόξα του Οδυσσέα,
ρακοσυλλέκτη του μύθου;

Και συ να ψάχνεις τον Ούτι
και κανένας να μη σου δείχνει
τον εαυτό σου,
Ούτι!

Του Βασίλη Μιχ. Κομπορόζου

Οι πόρνες της Πειραιώς


Οι πόρνες της Πειραιώς, μπρος στα χαλάσματα,
γυμνές, σκελετωμένες σα φαντάσματα,
καπνίζουνε τσιγάρο, φτύνουν τα σκληρά
φορώντας τα καπέλα τα φανταχτερά.

Περνά ο πελάτης, παίρνει μια και φεύγουνε,
οι υπόλοιπες δε βλέπουν, τ' αποφεύγουνε,
προσμένουν στη σειρά τους τον επόμενο,
το γέρο, το σακάτη και τον γκόμενο.

Λερά ξενοδοχεία, αγοραίος έρωτας,
τι κάνω εγώ 'δώ πέρα, κάποτε ρωτάς,
μα είναι μικρόβιο, που μολεύει το αίμα σου,
το σπέρμα, τον ιδρώτα και το βλέμμα σου.

Κάποιες θα μείνουν ρέστες, ξημερώματα,
βαμμένες με κραγιόνια και με χρώματα,
σ' αχτίδες που χλωμές-χλωμές ξεχύθηκαν,
τις σκέψεις να μαζεύουν που θυμήθηκαν.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Απόψε 3 ταινίες σούπερ σεξ


Σε ’χασα και με ρημάζει η Πειραιώς, πιο δυνατή από ποτέ.
Λες κι έμαθε πως πια δεν έχω σύμμαχο
για να τη διασχίσω.
Σε ’χασα και τα παλιά της κτίρια απόξω τους μ’ αφήνουν.
Φωτίζουν οι ρεκλάμες.
Σε ’χασα και δένω τα λουριά σφιχτά στο κάθισμά μου,
να ξαναδώ την πτήση μας στο πορνοσινεμά.

Του Χρήστου Χ. Θεοφιλάτου

Αθήνα


Αφιερωμένο στην κυρία Ελένη Νικ. Δάλλα, που πολύ όμορφα περιέγραψε* το αραίωμα του κόσμου στην Αθήνα! (Τους χαιρετισμούς μας λοιπόν στην Ποιήτρια και σε όλους τους φίλους του «σταθμού»). Δ.Ζ.

Καλοκαίρι στην Αθήνα
ο κόσμος αραιώνει
μα μεις περνάμε φίνα
κάθε που μας νυχτώνει.

Λυκαβηττό περπάτησα
Πλάκα και Κολονάκι
κάθε που σε αγκάλιαζα
μου έσκαγες φιλάκι.

Μπουζούκι ακούω τρίχορδό
στίχους που αγαπάω
απόψε και τους φίλους μου
έτσι εγώ ξεχνάω.

Αθήνα με μεγάλωσες
με την σκιά του βράχου
με το φεγγάρι συντροφιά
να μένω από κάτω.

Καλοκαίρι στην Αθήνα
ο κόσμος αραιώνει
μα μεις περνάμε φίνα
κάθε που μας νυχτώνει.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Μικρή παραλλαγή Ι:

Μπουζούκι ακούω τρίχορδό
στίχους που αγαπάω
και έτσι τις ακρογιαλιές
εύκολα τις ξεχνάω.

Μικρή παραλλαγή ΙΙ:

Αθήνα με μεγάλωσες
με την σκιά του βράχου
με το φεγγάρι συντροφιά
πηγαίνω πάνω κάτω.

(Από τη συλλογή, "Versemonkey, σε Στυλ Ρεμπέτικο"). Δ.Ζ.

* Ο ποιητής Δημήτρης Ζ., στην παραπάνω αφιέρωσή του αναφέρεται σ' ένα κείμενο της λογοτέχνιδας Ελένης Νικ. Δάλλα, το οποίο αναρτήθηκε από την ίδια και κοσμεί την Πύλη μας. V.M.

Σάββατο, Ιουλίου 25, 2009

Οι δώδεκα νέοι στον Αχιλλέα


χαῖρέ μοι ὦ Πάτροκλε καὶ εἰν Ἀΐδαο δόμοισι·
πάντα γὰρ ἤδη τοι τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην,
δώδεκα μὲν Τρώων μεγαθύμων υἱέας ἐσθλοὺς
τοὺς ἅμα σοὶ πάντας πῦρ ἐσθίει· Ἕκτορα δ᾽ οὔ τι

(Ομήρου Ιλιάδα, Ψ 179-182)

Αχιλλέα,
σαν κούτσουρα ξερά
μας έριξες στην πυρά
σαν κούτσουρα ξερά
μας κατασπάραξε η φωτιά
λιοντάρι εσύ
κι εμείς ελάφια νιογέννητα.

Σαν κούτσουρα ξερά
τέφρα μας κατάντησες,
εμάς τα δέντρα
τα καρπούς στεφανωμένα
που διακήρυσσαν στην πλάση
το φως της νιότης
και τη δόξα της εφηβείας

τέφρα και μας πέταξες
σκύβαλα στον άνεμο
και άθυρμα γίναμε
των παιδιών του Αιόλου
κι άταφη σκόνη
στην τεφροδόχο της ιστορίας.

Αχιλλέα,
τύμβο μεγαλόπρεπο
εσένα θα σου στήσουν
μα ο δικός μας τύμβος
η λεπίδα του σπαθιού σου
και της καρδιάς σου.

Αχιλλέα
που των μανάδων μας τα δάκρυα
δεν έπλυναν το κορμί μας

αχ, πως θα μισήσεις
τη δόξα του πολέμου
στου Άδη
το μουχλιασμένο έρεβος
και κει κάτω κανείς
δε θα σε προσκυνά.

Αχ, τι κέρδισες Αχιλλέα
που ορέχτηκες
την άτη της εκδίκησης
και μας στέρησες
το κλέος της ζωής;

Του Βασίλη Μιχ. Κομπορόζου

Νέα γρίπη

Γράφει ο Παναγιώτης Θ. Τουμάσης

Mayday! Mayday!... Σήμερα είναι η μέρα που διάλεξα εγώ ν’ ανησυχήσω μαζί με σας, για τη νέα γρίπη και την τρομάρα της… Η νέα γρίπη λοιπόν, η αφεντιά της, ήρθε ακάλεστη για να μάς θυμίσει πόσο μικρά κι απροστάτευτα όντα είμαστε πάνω στη γη… Λες και δεν το ’χε πει ο ποιητής Καβάφης, σε ανύποπτο χρόνο: «Το έργο των θεών διακόπτομεν εμείς, τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής»…

Δυστυχώς, τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ σοβαρά… Όσο η γη φθίνει, το περιβάλλον αλλοτριώνεται, το ζωτικό μας οικοσύστημα μεταλλάσσεται, όσο ο άνθρωπος δρα απρόσεχτα κι ανεύθυνα, τόσο νέα βακτήρια, ιοί, καινούργιες μορφές βλαπτικών μικροοργανισμών, θα προκύπτουν, θα εξελίσσονται, θα απειλούν. Ζώντας εις βάρος μας - ημών αποτελούντων, ούτως ειπείν, την τροφή τους…

Julyday! Julyday!... Θα λένε στο μέλλον, για σήμερα, και τούτη την παράδοξη λέξη, θα τη «βλέπουν» τα λεξικά… Μα, ένας γείτονάς μου, χαμογελούσε. Χτες βγήκα μια βόλτα (στην Νέα Μάκρη όπου παραθερίζω και σάς λείπω, το ξέρω) κι εκεί στο δρόμο για την ντίσκο, ένας φίλος-γείτονας στάβλιζε τ’ αμάξι του (ελληνιστί πάρκαρε τ’ αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ). «Ανησυχώ», τού είπα. «Ανησυχώ πολύ για τη νέα γρίπη»!...

«Χα, χα», απάντησε. «Εγώ δεν ανησυχώ καθόλου. Πριν από πολλά-πολλά χρόνια, είχε ξαναπέσει επιδημία γρίπης και πέθαναν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι». Αν και γυμνός απ’ τη μέση και πάνω, μού φάνηκε αρκετά σοφός και θέλησα να παρηγορηθώ με τα λόγια του. Η ψυχή μου αλάφρωσε λίγο, αλλά ιδού τι γύρισα και τού είπα: «Ναι, εντάξει», τού είπα, «έτσι είναι. Αλλά βρήκαμε το εμβόλιο… Να δείτε που κάποια μέρα δεν θα το βρούμε. Και, τότε, θα είναι το τέλος»…

Ύστερα συνέχισα το δρόμο προς την ντίσκο. Όχι για χορό και ξεφάντωμα – ήταν βλέπετε μέρα ακόμα. Αλλά για περπάτημα. Και σκεφτόμουνα… Αν δεν βρούμε το εμβόλιο; Τότε λίγο-λίγο, θα ξεκληριστούμε! «Θα ξεκληριστούμεεε! Θα ξεκληριστούμεεε!», φώναζαν κάτι κατσαρίδες όταν, πάνω τους, έριχνα – παιδάκι – κείνο το σπρέι δηλητήριο, που το λέγανε Ντι-ντι-τι! Κι αγνοούσα ότι, τα κατοπινά χρόνια, θ’ αναπτύσσανε στους οργανισμούς τους αντισώματα για να το αψηφάνε…

Μήπως, αναρωτιόμουνα με βδελυγμία, είμαστε εμείς οι κατσαρίδες; Και, άραγε θα το ξεπεράσουμε αυτό το κακό τώρα; Φαντάστηκα κάτι σκληρούς δημάρχους του μέλλοντος, που θα περιφράξουν την επικράτειά τους. Φαντάστηκα ότι θα δημιουργηθούν περιοχές-γκέτο! Ότι θα υπάρχουν καλύβες στα όρια των γκέτο, όπου θα μπαίνουν σε καραντίνα για κάμποσο καιρό οι υποψήφιοι να ενταχτούν μέσα στο γκέτο!

Φαντάστηκα πολέμους, μεταξύ των υγιών και των αρρώστων. Αγώνες για το ψωμί και το νερό! Οραματίστηκα το πισωγύρισμα του πολιτισμού. Τον αφανισμό του είδους μας… Θυμήθηκα την αναφορά κάποιων θρησκευτικών βιβλίων στους «Γίγαντες»! Συλλογίστηκα πως μπορεί οι γίγαντες να ήταν κάποιο άλλο είδος που χάθηκε. Μετά, παρέλασαν μπροστά μου οι δεινόσαυροι. Ποιος μετεωρίτης; Κάγχασα… Κάποια «νέα γρίπη» αφάνισε εν μια νυκτί τους δεινόσαυρους…

Στην ντίσκο, συνήλθα. Κάθισα στο πεζούλι απέξω… Αν, απλά, φυλαχτούμε για λίγους μήνες; Κλαψούρισα… Αν φανούμε λογικοί και δεν πανικοβληθούμε; Τότε, ασφαλώς, θα εξελίξουμε ένα αποτελεσματικό εμβόλιο… Κι όλα θα πάνε καλά. Δε θα γίνει η ζωή μας εφιάλτης. Μόνο που πρέπει να φανούμε ιδιαίτερα υπεύθυνοι για λίγο καιρό. Το τονίζω αυτό. Ας μην ανοίξουν τα σχολεία για έναν-δυο μήνες. Μη φοβάστε, θα μορφωθούν τα παιδιά μας…

Ας αποφεύγουμε το συνωστισμό. Ας τηρούμε μ’ ευλάβεια τους κανόνες (στοιχειώδους) υγιεινής. Ας διπλο-τριπλοπλένουμε τα χέρια μας στη βρύση με σαπούνι. Ας πετάμε ύποπτα αντικείμενα μικρής αξίας κι ας απολυμαίνουμε σχολαστικά τα ακριβά. Ας τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ μας… (Χμ, τούτο το τελευταίο δεν είναι τόσο εύκολο άμα είσαι ελεύθερος κι αναζητάς την/τον σύντροφό σου).

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Έχει ανάγκη την παρέα του άλλου. Έχει ανάγκη την πολυκοσμία, για να γεμίζει το ψυχικό του κενό. Αγριεύεται όταν ζει σαν ερημίτης. Είδατε κείνους που κατοικούν στ’ απάτητα όρη; Που μιλούν στα προβατάκια τους; Μπορείτε να συνταιριάξετε εύκολα; Έχετε κοινά ενδιαφέροντα; Μα, ποια είναι η αληθινή ζωή τελικά;

Αν δεν καταφέρουμε ν’ ανακαλύψουμε το εμβόλιο τώρα, τετέλεσται. Συνεπώς, θα το βρούμε! Είναι η νομοτέλεια τέτοια. Δεν ανησυχώ πια. Ηρέμησα εγώ, και το μετέφερα σε σας. Αδέρφια μου δεν είστε; Νιώθω πως το πήρατε πάνω σας, για να με ανακουφίσετε. Ο Σίσυφος δεν είχε πού να δώσει την πέτρα του. Ή, μήπως δεν ήθελε να τη φορτώσει σε άλλον; Α, δεν έχω τη μεγαλοσύνη του Σίσυφου.

Ευχαριστώ που με ακούσατε…

Κυριακή, Ιουλίου 19, 2009

Διάρκεια στιγμής


Υπήρξαμε κάποτε σε μια άλλη ζωή
που ζητούσαμε το άλλο μας μισό
κι όταν το βρήκαμε είπαμε
ήρθε ο έρωτας!

Άρχισε μ' ένα χαμόγελο,
τέλειωσε σαν διάρκεια στιγμής
σαν απόσταγμα ψυχής
που δίνεται όσο υπάρχει ζωή.
Σε ταξίδια νου
που δεν παγιδεύτηκαν
σε χρόνο μοναξιάς.

Αγγίζω το πορφυρένιο
φως της Ανατολής,
όταν δυναμώνει
και αναδύεται ξανά ο έρωτας.
Γίνεται δρόμος.
Ζητά να συναντήσει
την ξεχασμένη αθωότητα.

Της Ελένης Νικ. Δάλλα

(Απο τη συλλογή "Δύναμη ψιθύρων"). Ε.Δ.

Κληρονομιά


Η τέχνη γοητεύει το μυαλό
όπως το καλοκαίρι ελκύει την ζέστη.
Τα όνειρα πραγματοποιούνται
για να απογειώνουν τον νου.

Οραματίζεσαι μια καλύτερη ζωή,
μια δίκαιη κοινωνία, με καλύτερους ανθρώπους.
Φιλοδοξίες πραγματώνεις καθημερινά.
Έτσι τον Θεό μιμείσαι και αυτό όμορφο είναι.

Εξάλλου δεν είναι ντροπή
στον Πατέρα σου να μοιάσεις.
Ίσως αυτός να είναι και ο σκοπός, για τον οποίο υπάρχουμε.
Υπάρχουμε, για να ξεκουράζουμε τον Θεό.

Ο άνθρωπος κληρονόμησε την Αρχιτεκτονική
από τον Θεό για τον Θεό.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Αφορισμοί και αναθέματα

Γράφει ο Μάρκος Κ. Κουλούρης

Αφορισμός είναι εκκλησιαστική ποινή αποκλεισμού ανθρώπου, από την κοινωνία των χριστιανών. Αφ-ορίζω, ίσον: χωρίζω με φράχτη, τον αφορισμένο από το χώρο της εκκλησίας.

Είναι γεγονός ότι, η φύση εφοδίασε τους ανθρώπους και όλα τ’ άλλα έμβια όντα, με όπλα. Άλλα όπλα για να αμύνονται προστατεύοντας τη ζωή τους, άλλα για να αποκτούν την τροφή τους και άλλα για να επιτίθενται στους εχθρούς τους, που για κάποιο λόγο τους έφταιξαν. Η σουπιά, χύνει το μελάνι της για να θολώνει τα νερά και να κρύβεται όταν απειλείται. Ο σκορπιός το δηλητήριο του, όταν κάποιος τον ενοχλήσει και κινδυνέψει η ζωή του. Το ίδιο και το λιοντάρι με τα υπόλοιπα ζώα. Έτσι λοιπόν και οι ρασοφόροι δεν ήταν δυνατό να μείνουν άοπλοι. Είχαν στα χέρια τους τρομερά όπλα για να επιβάλλονται. Κατ’ αρχάς, χρησιμοποιούσαν τον ξυλοδαρμό. Έδερναν δεμένα τα θύματα τους, όσον απίστευτο κι αν φαίνεται, μέχρις αναισθησίας.

Οι σκληροί πατριάρχες, Φιλόθεος και Κύριλλος των Ιεροσολύμων, καθώς και μεταξύ των άλλων και ο επίσκοπος της Λαρίσης Πολύκαρπος, έδερναν τους υποτακτικούς τους αλύπητα, με τα ίδια τους τα χέρια. Η ένταση του πυρός, της φωτιάς, ήταν ανάλογη με το βάρος της ποινής του καταδικασμένου. Μεγάλη δυνατή φωτιά, για απλές θανατικές καταδίκες. Σιγανή και μεγάλης διάρκειας φωτιά, για βαριές εκδικητικές καταδίκες. Η φωτιά που έκαιγε τους άπιστους και τους παραβάτες, προτιμήθηκε από τους πετροβολισμούς, σταυρώσεις, απαγχονισμούς και καρμανιόλες, διότι κατ’ αυτήν δεν χύνονταν αίμα, που είναι αμαρτία για τους θεοσεβούμενος κληρικούς δικαστές και ασέβεια προς τον Θεό. Έτσι λοιπόν, πολλές λαμπάδες φωτισμένων επιστημόνων και αντιφρονούντων κληρικών, φώτισαν τα μαύρα σκοτάδια του μεσαίωνα. Αργότερα, οι θεοφώτιστοι πατέρες καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, είπαν ότι, “αι μέθοδοι αυταί, είναι ξέναι προς το Ευαγγέλιο”, και ότι, “τα όπλα ημών δεν είναι σαρκικά, αλλά πνευματικά”. Έτσι, οι αθεόφοβοι αυτοί πατέρες μας, επινόησαν τον αφορισμό και τ’ αναθέματα καθοδηγούμενοι πάντα από το ζωοποιό Άγιο Πνεύμα. Αφορισμός σημαίνει αποβολή του αφορισμένου, από όχι μόνον την εκκλησία, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Ο αφορισμένος, θεωρείτο πεθαμένος και τον πενθούσαν για τέτοιον.

Παλαιότερα, κυρίως κατά την εποχή των ταγμάτων πίστεως, Φραγκισκανών Ιησουιτών, Ιεράς Εξέτασης κ.λπ., οι αφορισμένοι, ήταν υποχρεωμένοι, να φορούν ένα τρίχινο σάκο και να κουρεύουν τα μαλλιά τους. Έκλαιγαν κι οδύροντο σερνόμενοι στα πόδια των παπάδων, εκλιπαρώντας έλεος και συγχώρεση. Ο τρόπος που εκτελείτο ο αφορισμός, όπως μας αναφέρει ο Γάλλος, G. Saint Sauveue, που έτυχε να είναι αυτόπτης μάρτυρας, ήταν πολύ πένθιμος και μακάβριος. Έκανε τον άμαθο απλοϊκό λαό να τρέμει από τον φόβο του. “Ο πρωτόπαπας, με πένθιμο ράσο κι ένα μαύρο κερί στα χέρια, βάδιζε προς το σπίτι του θύματος, έχοντας μπροστά άλλους κατάμαυρα, πένθιμα, ντυμένους παπάδες, που κρατούσαν μεγάλη μαύρη σημαία και ένα μεγάλο μαύρο σταυρό. Πίσω τους δε, ακολουθούσαν άλλοι παπάδες, ψάλλοντας ξόρκια”. Μεταξύ των άλλων έλεγαν: “να πέσουν επάνω του οι λύπες του Ιώβ, η μοίρα του Ιωνά, η λέπρα του Ιεχωβά, το σκότος των νεκρών, οι αγωνίες των αποθανόντων, οι καταιγίδες της κόλασης, άλυτος μετά θάνατο και τυμπανιαίος…”. Πολλοί προτιμούσαν τον θάνατο από τον αφορισμό.

Το τελετουργικό του αναθέματος, είναι κάπως διαφορετικό. Εδώ ο πρωτόπαπας βρίσκει ένα πολυσύχναστο μέρος ή ένα σταυροδρόμι και ενώ ακολουθείται από άλλους παπάδες και από πλήθος κόσμου, που είχε παρακινήσει για τον σκοπό του αναθέματος, χαράζει στο χώμα το σήμα του τάφου. Στη μέση, ανοίγει μια τρύπα και χώνει ένα καμένο κούτσουρο, ψάλλοντας κατάρες που έχουν σκοπό να παραδώσουν το θύμα στον διάβολο. Το καρβουνιασμένο κούτσουρο είναι το κορμί του αναθεματισμένου. Ο πρωτόπαπας ρίχνει πάνω στο κούτσουρο την πρώτη πέτρα αναφωνώντας, “ανάθεμα”. Κατόπιν και οι παραβρισκόμενοι είναι υποχρεωμένοι, να ρίξουν πέτρες πάνω στο κούτσουρο, φωνάζοντας “ανάθεμα”. Έτσι, ο σορός μεγαλώνει και γίνεται βουναλάκι από πέτρες, γιατί και οι περαστικοί είναι υποχρεωμένοι να ρίχνουν πέτρες και να φωνάζουν “ανάθεμα”, αν ήθελαν να μην τους πιάσουν οι κατάρες που ελέχθησαν για τον αναθεματισμένο.

Ένα απ’ αυτά τα αναθέματα ήταν και το μεγάλο ανάθεμα κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο μητροπολίτης Αθηνών Θεόκλητος, στο Πεδίον του Άρεως, τον Δεκέμβριο του 1916, αναθεμάτισε τον μεγάλο Έλληνα πολιτικό, Ε. Βενιζέλο, με όλες τις παπαδίστικες κατάρες, που στέλνουν τα θύματα στο διάβολο, λέγοντας: “Να κληρονομήσει τη λέπρα του Γιέζη, την αγχόνη του Ιούδα, του Ισκαριώτη, προκοπή να μην ιδεί, μηδείς εκκλησιάσει αυτόν, ή αγιάσει, ή θυμιάσει, ή αντίδωρο αυτώ δώσει, ή συμφάγει ή συμπίει, ή απλώς συναναστραφεί και χαιρετήσει αυτόν…”. Δυστυχώς, καθαρά βλέπουμε εδώ ότι οι παπάδες δεν προσφέρουν υπηρεσίες και θυσίες μόνο στο Θεό, αλλά και στο αντίπαλο του, τον Διάβολο.

Οι αφορισμοί και τα αναθέματα δεν κεραυνοβολούσαν μόνον τον απλό λαό λόγω άγνοιας και αμάθειας, που το έπαιρναν επί πόνου και πέθαιναν από την αγωνία και τη στενοχώρια τους. Έπεφταν, και μάλιστα κατά τον ίδιο τρόπο, και στα κεφάλια των ίδιων των κληρικών, παπάδων, δεσποτάδων ακόμα και πατριαρχών. Ο ένας αφόριζε τον άλλον για ψύλλου πήδημα. Ο Πατριάρχης Φώτιος αφόρισε τον Ιγνάτιο. Ο Ιγνάτιος τον Φώτιο. Παΐσιος τον Αρσένιο και τανάπαλιν. Η μια Σύνοδος, αφόριζε την άλλη και η δεύτερη την πρώτη και όποιος προλάβαινε αφόριζε τον άλλον. Ο δεσπότης περιέρχονταν την ύπαιθρο και αφόριζε όποιον του υπέδειχναν οι εχθροί του, αντί αμοιβής τις πιο πολλές φορές. Να λάβει υπόψη του κανείς, ότι όλοι αυτοί οι αφορισμοί και τα αναθέματα γίνονταν με την ευλογία της τριαδικής Θεότητας και εις το όνομα Της.

(Ταυτόχρονη ανάρτηση στο http://godfairytales.blogspot.com/. Από το βιβλίο του Μάρκου Κ. Κουλούρη, "Γυμνές Αλήθειες - Ελεύθερες Σκέψεις"). V.M.!

Χαρούμενο ποίημα


Καταρρέει,
μέσα στου αέρα τη ροή
κι’ ώρα
το δάκρυ του ρέει.
Ρυάκι (δάκρυνο),
τρέξε τώρα,
στο φαρδύ σου το ρου.
Το γκρι σου
χρώμα φόρα.
Τα όνειρά
του (όνειρά μου),
ξεθωριάζουν.
Γλάροι ωραίοι,
κουρνιάζουν
στα κρύα νερά.
Ύστερα,
γι’ αλλού, πλώρα
βάζουν. (Γι’ άλλη χώρα).
Τρα-λα-ρα.
Καταρρέει,
κράτα καρδιά μου
χρυσή.

Του Στίβεν Αντωνόπουλου

Για την Ελευθερία


Ελευθερία, πόσες φορές με ταξίδεψε η φωνή σου.
Κάθε ταξίδι διαφορετικό, καλύτερο απ’ το προηγούμενο ήταν.
Συντροφιά με το μοναδικό βελούδινο ύψος της φωνής σου
παρέα με τα όνειρα, απογειωνόμουν και αφηρημένος έμενα για ώρες.

Μουσική δεν άκουγα, στίχους δεν θυμάμαι
την μοναδική χροιά της φωνής σου όμως, ποτέ δεν θα ξεχάσω.

Στον γάμο μου σε φαντάστηκα, να παίζεις μόνο για μένα
και εγώ καθισμένος στο πάτωμα να σε ακούω αιωρούμενος πάνω απ’ τους καλεσμένους.

Από τον γάμο μου αυτό θυμάμαι πιο πολύ
το ανύπαρκτο ονειρικό ταξίδι θυμάμαι, μόνο αυτό.

Ποιήματα στο όνομά σου γράφω Ελευθερία
Γιατί οι λέξεις στην ποίηση και οι νότες στην μουσική
και η χροιά της φωνής, αποτελούν…
…τον αθάνατο τρόπο επικοινωνίας, ανθρώπων και γιγάντων.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Σάββατο, Ιουλίου 18, 2009

Ραλλού



Από ανοιχτά παράθυρα, κορίτσια, μέσες λυγερές,
γέρνουν, σαν στάχυα κίτρινα· σκιές ονείρου σιωπηλές.

Μα εγώ φωνάζω, εσένανε, Ραλλού,
να ’ρθεις, ξανά, σαν φως αυγερινού.

Νερά σε βάλτους, στάσιμα, λούζομαι κάθε χαραυγή,
καθώς του δειλινού θαμπό, το χρώμα που ’χω στην ψυχή.

Και τώρα εδώ, φωνές, για σε, Ραλλού,
καημός, σου λεν, μη γίνεις, του χαμού.

Τρελά πουλιά στον άνεμο οι θύμησες ψηλά πετούν,
και στήνω ξόβεργες στο νου, παγίδες, μήπως και πιαστούν.

Σε ψάχνω στα χαλάσματα, Ραλλού,
για δείχτες έχω λάμψη κεραυνού.

Της λησμονιάς νερό να πιω, μου λες, να σε ξεχάσω,
πηγάδι ανάμνησης εσύ, και πώς να ξεδιψάσω;

Απλώνω χέρια στο κενό, Ραλλού,
πιάνω πουλιά ξενιτεμού.

Ποθώ να έρθω να σε δω, μα λένε πως χορεύεις
στην πέρα άκρη του γιαλού, καρδιές και νιους κουρσεύεις.

Γυμνά τα στήθη κολυμπάς, Ραλλού,
μαλλιά λυτά στ΄ αστέρια τ’ ουρανού.

Μη φεύγεις, πέλαγα αλλού μη βάζεις στο μυαλό σου,
το χείλος θαν’ βαθύ γκρεμού, εκεί ο πηγαιμός σου.

Κραυγές μες στο σκοτάδι σου, Ραλλού,
μ’ Αγγέλους, ψέλνω άσμα γυρισμού.

Του Νίκου Μπατσικανή

Τι δεν πάει καλά μ' αυτόν;


Γράφει ο Χρήστος Χ. Θεοφιλάτος

Οι ήρωες της Μυθολογίας θέλανε απλά να γαμήσουν το κορίτσι που ήτανε δεμένο στο βράχο και γι’ αυτό ξεπάστρευαν το δράκο ή το θαλάσσιο τέρας. Φανταστείτε όμως κάποιον ο οποίος μελετά τη συμπεριφορά του θαλάσσιου τέρατος και αφήνει το κορίτσι ήσυχο. Τι δεν πάει καλά μ’ αυτόν;

Τις προάλλες, σ’ ένα κανάλι με ντοκιμαντέρ για θαλάσσιες έρευνες, ένας επιστήμονας είχε στο πλάι του μια γυναίκα, θύμα επίθεσης καρχαρία, και προσπαθούσε να της εξηγήσει τα αίτια του ατυχήματός της, από το βιντεοσκοπημένο υλικό, που είχε τραβηχτεί με το ατυχές συμβάν. Η κοπέλα ήταν εντάξει. Ήθελε απλά να μάθει τι ήταν αυτό που έκανε τον καρχαρία να της αρπάξει το πόδι. Κανένα πρόβλημα μ’ αυτό.

Ο τύπος δίπλα της, βρήκε ότι αφενός ο παφλασμός που έκανε η κοπέλα καθώς κολυμπούσε και αφετέρου το σκάφος διάσωσης, ήταν που προκάλεσε τον καρχαρία να της κολατσίσει το πόδι. Η κοπέλα έμοιαζε να ’χει κάτι το ξεχωριστό όμως, για το μελετητή. Δεν ήταν ούτε τα μεγάλα υπέροχα μάτια της ούτε και το πεντακάθαρο δέρμα της, που τον έκανε τόσο να την εκτιμά. Το ότι επιλέχθηκε απ’ τον καρχαρία, ήταν που τα επισκίαζε όλα.

Αργότερα, ο ίδιος επιστήμονας, υπέβαλε τον εαυτό του σ’ ένα παράτολμο πείραμα: Να μείνει ακίνητος στα ρηχά μιας ακτής, με διάφορους καρχαρίες να κόβουν βόλτες από κάτω του. Ώσπου, ενώ κουβέντιαζε με το συνεργάτη του, ένας λευκός καρχαρίας του άρπαξε ολόκληρη τη γάμπα. Τα μέλη του συνεργείου τον τράβηξαν όσο πιο έγκαιρα γινόταν, ενώ ένα φριχτό θέαμα κατεστραμμένου κάτω άκρου φανερώθηκε σηκώνοντάς τον. Ιστοί και μύες κρέμονταν με μόνο το οστό ανέπαφο – ευτυχώς.

Ο επιστήμονας όμως, έμοιαζε να έχει πάρει την πιο βαθιά ικανοποίηση. Ανήκε πια σε μια πολύ ειδική υποομάδα. Σε αυτή των επιζησάντων από επίθεση καρχαρία· και δεν ήταν πια μόνος.

Το κόκκινο τραγούδι


Κόκκινα λουλούδια, που δε μάζεψα ποτές,
σαν κι αυτά που φέρνουν οι εραστές,
έχουν από χρόνια μες στο βάζο μαραθεί
και τούς πέσαν πέταλα κι ανθοί.

Κάτι λυπημένες, σαν και τούτη, Κυριακές,
βγαίνεις και τ’ αστέρια σου τα καις,
ώρες του βραδιού και νύχτες του καλοκαιριού,
στα χρυσάφια, εσύ, του φεγγαριού.

Όλα σου τα πέπλα τα πετάς κι όλο πετάς
και χορεύεις και με χαιρετάς,
σαν να με γνωρίζεις, σαν να μ’ έχεις ξαναδεί
κι είμαι τόσο δα, μικρό παιδί.

Κόκκινα τραγούδια που δεν τα ’γραψα ποτές,
σαν κι αυτά που λεν οι ποιητές,
κρύβουν μες στους στίχους τη δικιά σου τη μορφή
κι ήθελα να κόψω μια κορφή.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Υγιεινός και εφήμερος


Πρώτα ο ήλιος, μετά ο αέρας
τα σύννεφα διώχνουν την αισιοδοξία.
Πρώτα η μάνα, μετά ο πατέρας
χωρίς όρια η ανθρώπινη ματαιοδοξία.

Σημαία που κυματίζει
ανεξάρτητα καιρού.
Αυτοκίνητο που αιωρείται
ελλείψει οδηγού…

…και μιας και στο 'πα, παραδέξου πως
η ανθρώπινη, καθημερινή ανεμελιά
σπρώχνει τον άνθρωπο, στην αδιαφορία
Δίνοντας στην αντίδραση αναβολή
ο πλανήτης, αισθάνεται έντονη δυσφορία.

Ανακυκλωμένη δύναμη,
αποκεντρωμένη ανάγκη.
Αποβουτυρώνοντας τη θέληση
γίνεσαι χαλβάς, για νηστεία
Υγιεινός, μα εφήμερος.

Του Δημήτρη Ζ. (Blog)

Ο Γκιούλιβερ παντρεύεται


Στον υδρότοπο της κουζίνας μου,
εσύ κολύμπαγες.
Η βραδινή σου ενδυμασία ήταν μουσκίδι.
Εγώ, ανήμπορος γίγαντας, στέκω από πάνω σου,
δήθεν απειλητικά,
ντυμένος με τη στολή του ύπνου μου.
Προσπαθείς να μου κρυφτείς πίσω απ’ το τάπερ της Φυτίνης,
ενώ οι κονσέρβες, μου γελούν γεμάτες με παλιόλαδα.
Βάζω το χέρι στον αφρό του Palmolive,
για να σε πάρω από κει,
να μην ακούμε τις φωνές τους.
Μα με τρυπάς κρατώντας ένα ακόντιο-οδοντογλυφίδα.
Ανοίγω τη βρύση από πάνω σου,
να πέσει οργισμένος καταρράχτης
και πάω να κοιμηθώ.
Δεν είναι ανάγκη, άλλωστε, ν’ αλλάξεις γνώμη.

Του Κρις Πατεράτου

Είναι φως


Είναι φως
και κρύβεται πίσω απ’ τα σύννεφα,
τα βαριά, τα στυφά,
που ρίχνουνε ψιχάλες συνεχώς.

Μοιάζει με
χαμόγελο στη νύχτα τη θολή,
σαν αχτινοβολεί,
πανέμορφα, για σένα και για με.

Θα φανεί,
μην σκιάζεσαι θλιμμένο μου όνειρο,
στον καιρό τον υγρό,
πανώριο φως, μια μέρα γιορτινή.

Του Παναγιώτη Θ. Τουμάση

Βίβα, Κεφαλλονιά!


Στην Πάλλη, στην Κεφαλλονιά,
φύτεψα δέντρο με κλωνιά.
Έβγαλε φρούτα και καρπούς,
μ’ αυτός δεν ήρθε π’ αγαπούσ’.

Απ’ το Ληξούρι στ’ Αργοστόλ’,
τού πήγα φρούτα σ’ ένα μπολ.
Τον βρήκα μάντολες να τρώει
και δε με σύστησε στο σόι.

Στου Μύρτου βγήκα το γιαλό,
τα κύματα παρακαλώ.
Πάρτε με, κύματα, μακριά,
που ήμουνα νια κι έγινα γριά.

Της Μαρίνας Κοράλη

Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2009

Ήχοι αστεριών


Μιλησέ μου
όταν θα χάνομαι σ’ ένα κόσμο
που αλλάζει εικόνες του αύριο.

Μιλησέ μου
να δω με τα μάτια της ψυχής σου
ατέρμονα όνειρα
μήπως συμμαχήσουν και χαθούν
στην απογύμνωση τ’ άδικου
στη μοναξιά του σήμερα.

Μιλησέ μου
να κρατήσω
τις χαρές που απόμειναν,
να διαβώ δρόμους
που ακόμη δεν κατέχω,
να θωρώ αγάπες να φωτίζουν
με κρίση δίκαιη και σωστή
του ταξιώτη νου.

Ταξιδεψέ με εκεί ψηλά
ν’ ακούσω ήχους αστεριών
ν’ αγγίζουν το χρώμα της ερήμου.

Λίγες σταγόνες δροσιάς ζήτησα
σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι
στο φως του καλοκαιρινού ήλιου.

Έμειναν οι σκέψεις μου
για την αγάπη του κόσμου
Σ’ ελπίδα
π’ απόμεινε,
στη γέννηση ενός παιδιού.

Της Ελένης Νικ. Δάλλα

(Από τη συλλογή της Ελένης Νικ. Δάλλα, "Δύναμη Ψιθύρων"). V.M.